Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013

«….και εμείς χειρότερα»


Διασχίζοντας το φανάρι μέσα στο τσούρμο που κατευθυνόταν προς τις αποβάθρες, άρχισα να σκέφτομαι τη θάλασσα για να νιώσω καλύτερα, ευτυχώς που εκείνη την ημέρα είχε ήλιο. Πολλοί από εμάς, αν και σε αναμμένα κάρβουνα, έχουμε αρχίσει να σκεφτόμαστε ήλιο, θάλασσα, καλοκαίρι... μήπως και με αυτό τον τρόπο δροσίσουμε, κάπως, την μισο- καμένη γούνα μας.
Όταν το μετρό σταμάτησε μπροστά μου, συνειδητοποίησα πως είναι το μόνο που κινείται ελεύθερα τελικά σ 'αυτή τη πόλη. Η πόρτα άνοιξε και ο αγώνας για μια θέση - όχι ακόμα στον ήλιο - είχε αρχίσει, ενώ οι περισσότεροι άτυχοι ακούμπησαν τη πλάτη όπου βρήκαν.
Είναι αρκετά νωρίς το πρωί κι όμως, όλοι έμοιαζαν κατάκοποι λες και τη προηγούμενη νύχτα δεν είχε κοιμηθεί κανείς - άθελά μου άρχισα να τους παρατηρώ, πράγμα που δεν μου αρέσει καθόλου, θα έλεγα.
Οι κάπως ηλικιωμένοι ήταν θλιμμένοι. Σε κάποιων άλλων το βλέμμα έβλεπες τη παλιά και όμορφη Αθήνα του τότε, ενώ κάποιοι αλλοδαποί κοίταζαν φοβισμένα τον κόσμο, μήπως και δουν κανένα μαύρο μπλουζάκι και πιαστούν στη φάκα σαν τα ποντίκια - ίσως.
Το βαγόνι μύριζε κατάθλιψη, ήθελα να βγω τρέχοντας από εκεί μέσα, αλλά που να πάω; «Ένας από όλους αυτούς είμαι και εγώ» σκέφτηκα και δεν έκανα ρούπι από την θέση μου.
Ο διπλανός μου κρατούσε μια εφημερίδα και κουνούσε το κεφάλι «Που μας καταντήσανε», έλεγε και ξαναέλεγε. Η απέναντι κυρία μουρμούρισε «έχουμε να δούμε πολλά ακόμα».
Κάποιοι καλοντυμένοι, ακόμα υπάλληλοι, δεν άλλαξαν στιγμή του βλέμμα τους, ακόμα και όταν μπήκε ο ζητιάνος που ήταν πράγματι καλοντυμένο παρέμειναν παγωμένοι. Στο βλέμμα κάποιων νεαρών, λίγο πιο ανέμελων, η ανασφάλεια λαμποκοπούσε...
Ξαφνικά ακούστηκαν παιδικές φωνές. Προσπάθησα να δω ανάμεσα στα σώματα των μεγάλων, ήταν μια ομάδα από παιδιά δημοτικού «σίγουρα επίσκεψη σε μουσείο ή σε κάποια παράσταση πρωινή τα πήγαιναν», είπα μέσα μου. Κι όμως είχαν καταφέρει να αλλάξουν στο λεπτό, το βαρύ κλίμα στο βαγόνι.
Ήταν ώρα να κατέβω. Φτάνοντας στο τζάμι της πόρτας – που πάντα παίζει ρόλο καθρέφτη – σκέφτηκα: πώς να δείχνει άραγε και το δικό μου πρόσωπο στα μάτια των άλλων; Ευτυχώς δε πρόλαβα να δω. Η συρόμενη πόρτα άνοιξε και κάποιοι βιαστικοί πίσω μου με έσπρωξαν απότομα μπροστά.
Είχα φτάσει στο Σύνταγμα βγήκα στο φώς και κοίταξα τη Βουλή «...και έζησαν αυτοί καλά και εμείς χειρότερα....», σκέφτηκα και προχώρησα με την πλάτη γυρισμένη.


Τρίτη 26 Μαρτίου 2013

Still Life in Athens


Κατέβηκα στην Ερμού και ήταν Τρίτη μεσημέρι. Είχα ανάγκη από ήλιο σήμερα. Φόρεσα σπορτέξ , ξεκλείδωσα το ποδήλατο, έβαλα τη τσάντα χιαστί – οι φόβοι συνήθως δεν ξεχνιούνται – έσφιξα το κράνος, γύρισα το κασκόλ στο λαιμό, και άφησα τα μάτια μου ελεύθερα για να μπορώ να βλέπω καθαρά τα χρώματα της πόλης, ενώ όπου έβρισκα μεγάλο πεζοδρόμιο δεν έχανα την ευκαιρία να ανέβω και να οδηγήσω ελεύθερα.
Πέρασα μπροστά από το ίδρυμα Θεοχαράκη. Τέλεια, έχει νέα έκθεση, στην επιστροφή θα μπω οπωσδήποτε.
Ερμού.
Ο πάλαι ποτέ γεμάτος πεζόδρομος, σήμερα ήταν άδειος. Θύμιζε Κυριακή η μέρα, αλλά δεν ήταν. Πόσο καιρό έχω να δω το κέντρο της Αθήνας γεμάτο και τα μαγαζιά ζωντανά;  «Δεν θα τα ξαναδείς», θα μου απαντούσε κάποιος και η αλήθεια είναι πως θα τον πίστευα. Νέκρα και μιζέρια, μύριζε η ατμόσφαιρα, στην πόλη που πάντα πίστευα πως έχει τα πάντα… και κυρίως ελευθερία.
Έφτασα  στο Μοναστηράκι κάθισα για λίγο στην πλατεία και είδα τα παιδιά που χορεύουν συνήθως εκεί για το μεροκάματο. Κοίταξα τριγύρω… Τελικά η Αθήνα παρέδωσε τα κλειδιά της επισήμως, παραδόθηκε και χάθηκε και εκείνη μαζί με εμάς.
Δεν κατάλαβα γιατί βρέθηκα σήμερα στο κέντρο. Για κάποιο λόγο το είχα ανάγκη. Πήρα όσο ήλιο μπόρεσα και ανηφόρησα πάλι προς τα επάνω. Σε λίγο είχα βρεθεί μπροστά από την έκθεση. Η μεγάλη πινακίδα έγραφε: Still Life: τα Αριστουργήματα από το Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης. Still Life;
Μα εγώ είδα πριν από λίγο την έκθεση: Still Life Athens….

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

Άνθρωποι και μασκαράδες



… Κι έπεσε το θέμα στο τραπέζι κι από αλλού ξεκίνησε κι αλλού κατέληξε…
Τι θα ντυθούμε εφέτος;
Ο ένας πετάχτηκε κι είπε ακροβάτες. Σωστά, έτσι κι αλλιώς καιρό τώρα, μας έχουν ανεβασμένους στο τεντωμένο σχοινί κι από κάτω δεν έβαλαν κανένα προστατευτικό... Και το σχοινί όλο και τεντώνει, όλο και γίνεται πιο λεπτό. Αλλά κανείς δεν σκέφτεται πως όταν σπάει και οι δύο πλευρές θα πέσουν στο κενό.
Να ντυθούμε παλιάτσοι.
«Ναι, τα ρούχα μας ακόμα μπορεί να μην έχουν παλιώσει, αλλά τα επόμενα χρόνια, παλιάτσοι θα είμαστε ντυμένοι», κάποιος είπε.
«Να ντυθούμε άνθρωποι», είπε κάποιος άλλος και σταμάτησαν όλοι να μιλάνε.
Μόνο ένας εξυπνάκιας πετάχτηκε και είπε «Άνθρωποι; Γιατί τώρα τι είμαστε;».
«Τώρα είμαστε παλιάνθρωποι», του απάντησε και κανείς δεν είπε λέξη.
Και πώς να εξηγήσεις τώρα τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος, όταν εμείς οι ίδιοι αφήσαμε να συνηθίσουμε, να περπατάμε και να μην κοιτάμε όχι μόνο κάτω, αλλά ούτε δίπλα;
Όταν εμείς οι ίδιοι αφήσαμε την κοινωνία μας στα χέρια άλλων και απλώς περνάμε πατώντας το χαρτοσημείωμα του ζητιάνου χωρίς να ζητάμε συγνώμη; Όταν εμείς επιτρέψαμε να αφήνουν μπροστά στα μάτια μας ακόμα και την χρήση ηρωίνης; Όταν κατεβαίνουμε ατάραχοι την κυλιόμενη σκάλα στο μετρό - Μοναστηράκι και απλά κοιτάμε τα πεζοδρόμια που είναι γεμάτα από τους άστεγους με τις πολύχρωμες κουβέρτες; Μην αναφέρω άλλα…
Τι άλλο θα μου πεις να κάνουμε;
Αλλά αν εσύ θεωρείς λύση το γύρισμα του κεφαλιού, τότε ναι, μπορεί αυτό και να λέγεται παλιανθρωπιά. Είναι βαριά η λέξη έ; Καλά θα σε πω αδιάφορο για να μην παρεξηγηθείς, εξάλλου μία από σένα είμαι και εγώ ανήμπορη να διώξω όλη την ελληνική υποκουλτούρα, την ελληνική υποβάθμιση και την πολιτισμική υπανάπτυξή μας που ποτίζει τόσα χρόνια την χώρα μας…. Ή μπορούμε;
Άρα άνθρωπος είναι αυτός που διακατέχεται από "ανθρωπιά"; Μπορεί! Ας δοκιμάσουμε να ντυθούμε με ανθρωπιά και βλέπουμε…
Όσο για τους πολιτικούς, κανείς δεν ρώτησε τι θα ντυθούν εφέτος. Ήταν όλοι βέβαιοι πως είναι ήδη ντυμένοι μασκαράδες…
Καλή Αποκριά!

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

Άλλος για ισόβια;


Ξαφνιάστηκαν λέει με την ισόβια ποινή. Σοκαρίστηκαν τάχα οι Βουλευτές και η υποτιθέμενη Υψηλή Κοινωνία της συμπρωτεύουσας, των Αθηνών και των περιχώρων... από μια απόφαση που άλλοι περίμεναν και άλλοι απλώς εύχονταν.
Και όλοι εμείς οι άλλοι, ανάμεσά τους και εγώ, η απόφαση αυτή δεν μας προκάλεσε κανένα συναίσθημα. Τι συναίσθημα να σου προκαλέσει ο Ένας, όταν σκέφτεσαι πως ισόβια θα έπρεπε να είναι οι Πολλοί;
Τι να σε αγγίξει περισσότερο απ' την ισόβια μιζέρια στην οποία σε έχουν καταδικάσει άθελά σου;
Δικάστηκες ερήμην και ούτε που σε κάλεσαν να παραβρεθείς στη δίκη σου, να σταθείς όρθιος, να ακούσεις τουλάχιστον τι ήταν αυτό που έκανες και καταδικάζεσαι σε ισόβια εξαθλίωση και σε απέραντη μελαγχολία.
- Είσαι βρέφος;
- Σε καταδικάζω να ζήσεις δύσκολα. Να υποφέρουν οι γονείς σου, να σε μεγαλώσουν μέχρι να φτάσουν στο σημείο να πουν: τι τα θέλαμε τα παιδιά...
- Είσαι γέρος;
- Καταδικάζεσαι και εσύ, που τόσα χρόνια συντηρούσες τα κατεστημένα. Δεν σου άξιζε βέβαια τέτοια τιμωρία αλλά... θα γίνεις ζητιάνος στα γεράματα και θα κουνάς κεφάλι και μαγκούρα λέγοντας «πως καταντήσαμε έτσι».
- Είσαι 18 και άφραγκος;
- Καταδικάζεσαι σε πλήρη απραξία.
- Είσαι τριανταπεντάρης, άνεργος και ερωτευμένος;
- Καταδικάζεσαι. Όχι με τα δεσμά του γάμου. Κλείσε την επιχείρηση σου και δεν ξέρω τι θα κάνεις. Πούλησε ότι έχεις και δεν έχεις όσο – όσο και ζήσε με αυτά για όσο πάει.... Και αν σε εκμεταλλεύονται μην μιλάς και πολύ, δεν έχεις πολλά περιθώρια. Καταδικάζεσαι λοιπόν με απέραντη υπομονή, θα την χρειαστείς.
Μην με ρωτάς τι θα γίνει με όλους τους άλλους, όλους αυτούς που θα έπρεπε να είσαι ισόβια αλλά δεν είναι.
Ποιος ξέρει, μπορεί μια μέρα να ακουστεί:
- Είσαι Έλληνας πολιτικός;
- Καταδικάζεσαι σε ισόβια κάθειρξη για εσχάτη προδοσία.

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

Μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία…

…που μας κρύβουν συστηματικά και που, έπρεπε να μας είναι γνωστή από  τα σχολικά μας χρόνια...  (Κείμενο του Διονύση Σαββόπουλου)


Η ελληνική γλώσσα είναι τραγούδι !!! (Διονύσης Σαββόπουλος)

Τα ελληνικά είναι τραγούδι

Πρέπει να σας πω ότι δεν ήμουν πάντοτε υπέρ των τόνων. Τούς θεωρούσα διακοσμητικά στολίδια, κατάλοιπα άλλων εποχών, που δεν χρειάζονται πια. Και καθώς δεν ήμουν ποτέ καλός στην ορθογραφία, το μονοτονικό με διευκόλυνε. Βέβαια, η γλώσσα χωρίς τόνους φάνταζε στα μάτια μου σαν σεληνιακό τοπίο, αλλά νόμιζα ότι αυτό ήταν μια προσωπική μου εντύπωση, θέμα συνήθειας.
Ώσπου συνέβη το εξής: Είχα βρεθεί για ένα διάστημα ν' ακούω συστηματικά, καινούργια ανέκδοτα τραγούδια, επωνύμων και ανωνύμων, για λογαριασμό τής δισκογραφικής εταιρείας «Λύρα»................, προκειμένου αυτή να τα ηχογραφήσει ή να τα επιστρέψει στους συνθέτες. Είναι δύσκολο ν' απορρίπτεις και ακόμα δυσκολότερο να εξηγείς το γιατί. Όταν βέβαια το τραγούδι είναι τετριμμένο ή άτεχνο, η εξήγηση είναι εύκολη. Μού συνέβη όμως να δω τραγούδια όπου οι στίχοι δεν ήταν άσχημοι και η μουσική δεν ήταν τυχαία, επιπλέον ταίριαζε θεματικά και με τους στίχους.

Κι όμως, το τραγούδι συνολικά δεν «κύλαγε» όπως λέμε (οπότε το επιστρέφαμε στον ενδιαφερόμενο με διάφορες ασάφειες και υπεκφυγές. Το πράγμα με απησχόλησε. Έφερνα στο μυαλό μου μεγάλες ωραίες επιτυχίες, παλιά τραγούδια (…) και τα συνέκρινα μ' αυτά που απέρριπτα, ώσπου μετά από μήνες διεπίστωσα κάτι πολύ απλό:

Όταν μια μουσική μετατρέπει συστηματικά τις μακρές συλλαβές σε βραχείες ή όταν ανεβάζει την φωνή εκεί όπου υπάρχει απλώς μια περισπωμένη, ενώ την κατεβάζει συστηματικά εκεί που υπάρχει ψιλή οξεία, όταν δηλαδή η μουσική κινείται αντίθετα -προσέξτε, αντίθετα όχι στο ρυθμό τού ποιήματος, αλλά αντίθετα στις αναλογίες τονισμού και αντίθετα στην ορθογραφία του- τότε όσο έξυπνη και να 'ναι, κάνει το τραγούδι δυσκίνητο και ασθματικό. Στα πετυχημένα τραγούδια δεν συμβαίνει αυτό.
Βέβαια, όταν γράφει κανείς πάνω σ' ένα ρυθμό ή σ΄ ένα μουσικό δρόμο, πρέπει να ακολουθήσει τα καλούπια τους, οπότε θα υπάρχουν σημεία όπου αυτή η πείρα που περιέγραψα, δεν τηρείται. Αυτό όμως θα συμβεί μόνον όταν δεν γίνεται αλλιώς.

Και πάντα η βιασμένη λέξη θα τοποθετείται έτσι ώστε να προηγούνται και να έπονται επιτυχείς στιγμές, ώστε να μειώνεται η εντύπωση τής ατασθαλίας, η οποία έτσι συνδυασμένη ωφελεί, διότι το τραγούδι αλλιώς θα ήταν μηχανικό. Κάτι τέτοιο δεν το είχα προσέξει. Και ήταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκα ότι οι τόνοι και τα πνεύματα ίσως να μην ήταν διακοσμήσεις, ίσως να είχαν λόγο. (…)

«Η μουσικότητα της
 ελληνικής γλώσσης είναι
 εφάμιλλος τής συμπαντικής»
 Γ. Ξενάκης

Μέσα στο στούντιο είχα και δύο εκπλήξεις. Να η πρώτη: Προσπαθώντας να ακούσω την διαφορά οξείας και περισπωμένης, διάβασα την φράση: «Λυγά πάντα η γυναίκα». Το «πάντα» ακούγεται ψηλότερα από το «λυγά» που παίρνει περισπωμένη. «Λυγά πάντα η γυναίκα” ακούγεται όμως περιέργως ψηλότερα κι από το «γυναίκα», που όμως παίρνει οξεία. Γιατί άραγε;
Τηλεφώνησα σ' έναν φίλο και έμαθα ότι η «γυναίκα» οφείλει να παίρνει παρισπωμένη, διότι είναι τής τρίτης κλίσεως, η οποία όμως καταργήθηκε, γι' αυτό πήρε οξεία η «γυναίκα».

Να λοιπόν, που από άλλο σημείο ορμώμενος, αναγκάστηκα να συμφωνήσω ότι κακώς καταργήθηκε η τρίτη κλίση αφού στην φωνή μας εξακολουθεί να υπάρχει «Λυγά πάντα η γυναίκα» λοιπόν και παίρνει και περισπωμένη.

Η δεύτερη έκπληξη: Έδωσα σ' έναν ανύποπτο νέο, που παρευρισκόταν στο στούντιο, να διαβάσει λίγες φράσεις. Εκεί μέσα είχα βάλει σκοπίμως την ίδια λέξη ως επίθετο και ως επίρρημα, διότι είχα πάντα την περιέργεια να διαπιστώσω αν προφέρουμε διαφορετικά το ωμέγα από το όμικρον. Ακούστε τις φράσεις: Είν' ακριβός αυτός ο αναπτήρας. Ας μην είν' ωραίος, έχει την αξία του. Ναι, ακριβώς αυτό ήθελα να πω».

Ακουστικώς δεν παρατήρησα διαφορά. Έκοψα τις δύο λέξεις και τις κόλλησα την μία κατόπιν της άλλης. Ακούστε το! «Ακριβός… ακριβώς».
Ελάχιστη διαφορά στο αυτί’ ο ηχολήπτης μόνον επέμενε ότι το δεύτερο είναι κάπως πιο φαρδύ. Ας το ξανακούσουμε: «Ακριβός… ακριβώς».

Ασήμαντη διαφορά. Συνδέσαμε τότε τον παλμογράφο. Να το διάγραμμα του επιθέτου ακριβός, όπως προέκυψε, και να το πολύ πλουσιότερο τού επιρρήματος. Δεν είναι καταπληκτικό; Όταν το είδα, τα μηχανήματα του στούντιο μού φάνηκαν σαν όργανα του παραμυθιού. Ο παλμογράφος μού φάνηκε σαν μια σκαπάνη που, κάτω από το έδαφος της καθημερινής ομιλίας, ανακαλύπτει αυτό που δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει, έστω μέσα σε χειμερία νάρκη, αυτό που συνειδητοποίησαν και προσπάθησαν να μνημειώσουν οι Αλεξανδρινοί δύο χιλιάδες χρόνια πριν. Τίποτε δεν χάθηκε. Όλα υπάρχουν.
Αρκεί να προσέξουμε αυτό το τραγούδι της καθημερινής ομιλίας που πηγαινοέρχεται συνεχώς ανάμεσά μας. Ακούστε πώς ηχούν οι τονισμοί. Ακούστε τα μακρά. Ακούστε την λαϊκή τραγουδίστρια πώς αποδίδει το ωμέγα ή την ψιλή οξεία (…).

«Όταν κάποτε φύγω από τούτο το
 φως θα ελιχθώ προς τα πάνω όπως
 ένα ρυάκι που μουρμουρίζει.
 Κι αν τυχόν κάπου ανάμεσα
 στους γαλάζιους διαδρόμους
 συναντήσω αγγέλους, θα
 τούς μιλήσω ελληνικά,
 επειδή δεν ξέρουνε γλώσσες.
 Μιλάνε μεταξύ τους με μουσική»
 Νικ. Βρεττάκος

Τέλος, ακούστε την θεία φωνή του Ανδρέα Εμπειρίκου, την παράξενη απαγγελία που κυνηγά την λάμψη της οξείας, τον πλούτο της διφθόγγου, τους τόνους και την ορθογραφία, σαν μουσικά σύμβολα μιάς φωνής που προϋπάρχει αδιάκοπα και οδηγεί το ποίημα. (…) Δεν περιφρόνησα καμμιά άποψη και δεν κολάκευσα καμιά.
Προσπάθησα να πω τρεις φορές τρεις αλήθειες:

- Πρώτον: Τα ελληνικά είναι τραγούδι. Κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ να απλοποιήσει ένα τραγούδι ή να το δει πρακτικά. Γιατί να δούμε λοιπόν τα ελληνικά, πρακτικά;
- Δεύτερον: Όποιος σταθεί αλαζονικά απέναντι στα ρεφρέν που τον ψυχαγώγησαν διά βίου, στρέφεται εναντίον της προσωπικής του ιστορίας και πίστης. Τα ίδια μπορεί να πάθει ένας λαός με την γλώσσα. Ιδίως αν η γλώσσα του είναι τα ελληνικά.
 - Τρίτον: Τα ελληνικά ως τραγούδι είναι ανυπόφορα δύσκολα. Κανείς δεν τα βγάζει πέρα με τα ελληνικά. Απέναντι στα ελληνικά θα είμαστε πάντα φάλτσοι και αγράμματοι. Αλλά τί να γίνει; Σημασία έχει η συνείδηση ότι τα μιλάμε, όχι για να γίνουμε δεξιοτέχνες, αλλά για να γίνουμε άνθρωποι.

Ευχαριστώ
Διονύσης Σαββόπουλος

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2012

Η χιλιομπαλωμένη κουρελού είναι ακόμα ελληνική


Το παρακάτω κείμενο είναι από τα ωραιότερα που διάβασα. Περασμένα μεγαλεία θα έλεγε κάποιος. Κάποιος άλλος ακόμα πιο απαισιόδοξος θα κουνούσε και θα έσκυβε πιο χαμηλά το κεφάλι. Οι ευαίσθητοι θα ένιωθαν συγκίνηση. Όπως και να έχει αξίζει να το διαβάσετε... και για όλους τους άλλους, τους αισιόδοξους η χιλιομπαλωμένη κουρελού είναι ακόμα ελληνική.



Jean Richepin:”Η τελευταία λέξη που θα ακουστεί στη Γη θα είναι…

Γκρεμίστε όλη την Ελλάδα σε βάθος 100 μέτρων.
Αδειάστε όλα τα μουσεία σας, από όλον τον κόσμο.
Γκρεμίστε κάθε τι Ελληνικό από όλο τον πλανήτη…
Έπειτα σβήστε την Ελληνική γλώσσα από παντού.
Από την ιατρική σας, την… … φαρμακευτική σας.

Από τα μαθηματικά σας (γεωμετρία, άλγεβρα)
Από την φυσική σας, χημεία
Από την αστρονομική σας
Από την πολιτική σας
Από την καθημερινότητα σας.

Διαγράψτε τα μαθηματικά,
διαγράψτε κάθε σχήμα, κάντε το τρίγωνο-οκτάγωνο, την ευθεία-καμπύλη,
σβήστε την γεωμετρία από τα κτίρια σας, τους δρόμους σας, τα παιχνίδια σας, τα αμάξια σας,
σβήστε την ονομασία κάθε ασθένειας και κάθε φαρμάκου,
διαγράψτε την δημοκρατία και την πολιτική,
διαγράψτε την βαρύτητα και φέρτε το πάνω κάτω,
αλλάξτε τους δορυφόρους σας να έχουν τετράγωνη τροχιά,
αλλάξτε όλα τα βιβλία σας (γιατί παντού θα υπάρχει και έστω μια ελληνική λέξη),
σβήστε από την καθημερινότητα σας κάθε ελληνική λέξη,
αλλάξτε τα ευαγγέλια, αλλάξτε το όνομα του Χριστού που και αυτό βγαίνει από τα Ελληνικά και σημαίνει αυτός που έχει το χρίσμα,
αλλάξτε και το σχήμα κάθε ναού (να μην έχει την ελληνική γεωμετρία),
σβήστε τον Μέγα Αλέξανδρο,
σβήστε όλους τους Μυθικούς και Ιστορικούς ήρωες,
αλλάξτε την παιδεία σας, αλλάξτε το όνομα της ιστορίας,
αλλάξτε τα ονόματα στα πανεπιστήμια σας,
αλλάξτε τον τρόπο γραφής σας, χρησιμοποιήστε τον αραβικό, διαγράψτε την φιλοσοφία, διαγράψτε, διαγράψτε, διαγράψτε…
Θα πείτε «δεν γίνεται».
Σωστά, δεν γίνεται γιατί μετά δεν θα μπορείτε να στεριώσετε ούτε μία πρόταση! Δεν γίνεται να σβήσει η Ελλάδα, ο Έλληνας, η προσφορά του πάνω σε αυτόν τον πλανήτη…
Η πρόκληση πάντως ισχύει.»

Το κείμενο ανήκει στον Γάλλο ποιητή Jean Richepin (1849-1926). http://en.wikipedia.org/wiki/Jean_Richepin

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα




Είναι Τετάρτη 07 Νοεμβρίου 2012.  
Σήμερα η μέρα από το πρωί θυμίζει «Μεγάλη Τετάρτη». Οι 300 της Βουλής θα κληθούν να ψηφίσουν ή να καταψηφίσουν τα μέτρα, που και μόνο στο άκουσμά τους νιώθεις τρόμο. Μέτρα που μας θα μας φέρουν όχι απλώς πίσω, μέτρα που δεν θα μας πάνε πουθενά και όλοι εκείνοι που λένε πως χωρίς αυτά πάλι στο πουθενά θα πάμε τι θα τους απαντούσε κανείς;

Χάος.

Σήμερα η Ελλάδα απεργεί. Ποιοι θα κατέβουν στους δρόμους; Μόνο οι οργανωμένοι; Αυτοί που μερικές φορές σε κάνουν να νομίζεις πως περπατούν από υποχρέωση; Και όλοι οι άλλοι; Όλοι εμείς που δεν ανήκουμε πουθενά, όλοι εμείς που δεν υποστηρίζουμε κανέναν γιατί σιχαθήκαμε την κομματικοποίηση και τα συνδικάτα ετούτου εδώ του τόπου, τι κάνουμε; Κουρασμένοι ακόμα και να περπατήσουμε;

Τα μέτρα έγιναν τιμωρία.

Η απογοήτευση είναι φανερή. Μια βόλτα στην αγορά, ένα δρομολόγιο με κάποια από τα βαγόνια του μετρό και θα επιβεβαιώσεις την μελαγχολία και την απογοήτευση της κοινωνίας.

Καλά που έχουν και τον ήλιο.

Αλήθεια, τελικά ποιο ήταν το καλύτερο αύριο που μας έταξαν; Κι όλο το έλεγαν και όλο το ξανά έλεγαν. Και κάποιοι το πίστευαν και κάποιοι άλλοι το περίμεναν.

«Για ένα καλύτερο αύριο».

Αυτό ήταν το μεγαλύτερο ψέμα που μας είπαν. Μεγαλύτερο και από όλα εκείνα που θεωρούσαμε μέχρι πρότινος μεγάλα (παράνομο χρήμα, απάτες, λίστες, διορισμοί, φακελάκια). Το καλύτερο μέλλον που μας έταξαν και δεν μας το έφεραν ποτέ. Αυτό είναι η μεγαλύτερη πολιτική απάτη.  

Σίγουρα θα ήταν προτιμότερο οι ψήφοι να ζυγίζονται και όχι να μετριούνται όπως έλεγε και ο Σίλερ.

Όλοι είμαστε βασικοί υπαίτιοι της παρακμής. Η πολιτική και οι διάκονοί της είναι προϊόντα της  δικής μας κοινωνίας. Και άντε τώρα να  ξεριζωθεί ολοκληρωτικά ότι εδώ και χρόνια απλώσαμε στα ελληνικά θεμέλια.

-        -  Είμαστε όλοι κατηγορούμενοι.

Τι  ξημερώνει αύριο, όταν οι νέοι είναι όσο πιο μακριά μπορούν από την πολιτική, όταν οι νέοι συνεχίζουν να πιστεύουν ότι «δεν πρόκειται ν' αλλάξει τίποτα»;

Ελλάδα.

Πολλοί πήραν φως από την λαμπάδα του Ελληνισμού και κάποιοι τώρα κάνουμε ένα φου και την σβήνουμε.

Διαβάζω τους στίχους Καβάφη,

Πάντα στο νου σου να' χεις την Ιθάκη
Το φθάσιμο εκεί ειν' ο προορισμός σου
Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου.
......................................................
Η Ιθάκη σε έδωσε τ' ωραίο ταξίδι.
Χωρίς αυτήν δε θα βγαινες στο δρόμο.
Αλλά δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δε σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες, οι Ιθάκες τι σημαίνουν.


Μουρμουρίζω τη μελωδία του Θεοδωράκη,

Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη
λησμονάτε τη χώρα μου!

Σκέφτομαι,

Πως ο κόσμος αλλάζει μόνο με πράξεις. 

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2012

Τα παιδία παίζει… Monopoly


Καιρό τώρα το Ελληνικό πολιτικό σύστημα τρίζει, αλλά δεν λέει να καταρρεύσει.

Ίσως, γιατί αυτό το ντόμινο δεν θα αφήσει τίποτα όρθιο και κάποιοι εξακολουθούν να το κρατούν ακόμα όρθιο έστω και σακατεμένο για να παίζουν το δικό τους παιχνίδι.


Αυτό, το παιχνίδι της Monopoly.


Οι ζαριές μπορεί να είναι τύχη, αλλά οι κινήσεις θέλουν τακτική, σκέψη και σωστούς υπολογισμούς. Κάτι που τα δικά μας ελληνικά πιόνια δεν διαθέτουν. Εξακολουθούν να τρέχουν καιρό τώρα γύρω - γύρω από το ταμπλό κυνηγημένοι και αδύναμοι να υπερασπιστούν συμφέροντα και κυρίως ανθρώπους.


Στο διασημότερο παγκοσμίως παιχνίδι είμαστε οι χειρότεροι παίχτες.


Και εκείνη η μασκότ του «Πλούσιου Θείου με τα Σακιά» δεν λέει να βοηθήσει την κατάσταση. Οι κάρτες με τις «εντολές» και τις «αποφάσεις» πάνε κι έρχονται. Δεν αγοράζουμε, δεν νοικιάζουμε, παρά μόνο πουλάμε.


Οι αντίπαλοι γνωρίζουν καλά τους κανόνες. Συνεργασίες δεν επιτρέπονται.


Μόνο που οι κανόνες θέλουν οι τρεις διπλές ζαριές στην σειρά, να στέλνουν τον παίχτη στην φυλακή.


Και ρίξατε την πρώτη διπλή - πρώτο μνημόνιο - ξαναρίξατε και την δεύτερη διπλή – δεύτερο μνημόνιο και αυτή την φορά τι ζαριά θα ρίξετε αγαπητοί μου;


Πάλι διπλή θα ρίξετε γιατί είστε και τυχεροί πανάθεμά σας... και τότε θα βρεθείτε στην φυλακή. Δεν το λέω εγώ οι κανόνες της Monopoly το θέλουν έτσι.

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Διάκριση διηγήματος - "Ελλάδα"


Στο Διεθνή Διαγωνισμό Διηγήματος 2012 eyelands.gr με θέμα την Ελλάδα – το παρακάτω κείμενο απέσπασε διάκριση.


ΕΛΛΑΔΑ

Είπα στα παιδιά πως αυτό το καλοκαίρι θα πηγαίναμε διακοπές στην Ελλάδα και εκείνα ούτε που σήκωσαν το κεφάλι από το παιχνίδι. Ένιωσα τη καρδιά μου να ραγίζει. Η δικιά μου η μάνα, κάθε που μας έλεγε «άντε να τελειώσετε το σχολείο για να πάμε διακοπές στο νησί», εγώ χοροπηδούσα και ο αδελφός μου πέταγε τα βιβλία στον αέρα.

Αλλά η μάνα μου ήταν άλλος άνθρωπος. Δεν άφησε ούτε μια μέρα να περάσει χωρίς να μας θυμίσει την καταγωγή μας. Χωρίς να βγάλει εκείνο το γλυκό αναστεναγμό την ώρα που καθόμασταν στο τραπέζι. Δεν άφησε να περάσει Σαββατοκύριακο χωρίς να μας δείξει το άλμπουμ με τις φωτογραφίες. «Ελάτε», φώναζε, «ελάτε να δείτε τον παππού που μας περιμένει», κι εμείς τρέχαμε πάντα με την ίδια χαρά, να δούμε αυτό που είχαμε δει πάνω από εκατό φορές και να ανακαλύψουμε πάλι κάτι καινούργιο στο πολύχρωμο ακόμα χαρτί.

Ένα πουλί στον αέρα που νομίζαμε πως άλλαζε θέση. Το μικρό μπαλκόνι με τα λευκά κάγκελα και τ' απλωμένα ρούχα της γιαγιάς. Ακόμα και τον αέρα νιώθαμε κάθε που βλέπαμε τον παππού σε εκείνη τη φωτογραφία να κρατά το καπέλο με το ένα χέρι. Πίσω του η θάλασσα, το γαλάζιο μας πάθος, αυτό που μας έκανε να κρατάμε την αναπνοή τόσο, που αν μας έβλεπε κανείς και τους τρεις θα νόμιζε πως ήμαστε έτοιμοι να κάνουμε βουτιά από τον καναπέ.

Ο αδελφός μου με δυσκολία θυμόταν το όνομα του νησιού και κάθε φορά που ρώταγε εγώ του έπιανα το αυτί και του φώναζα δυνατά «Κουφονήσιιιιιι». Η μάνα μου γελούσε και ο πατέρας μου καθιστός στην πολυθρόνα μπροστά από την τηλεόραση, χάιδευε το περήφανο μουστάκι του, για να κρύψει τάχα το χαμόγελό του.

Πάνε σχεδόν τρία χρόνια που έχασα τους γονείς μου και πολλά ακόμα πίσω που έχασα τον παππού και τη γιαγιά και μαζί τους ένιωσα πως έχασα και την Ελλάδα μου. Οι δυσκολίες με έκαναν να κρατήσω στη μνήμη μου την πατρίδα και να σταματήσω τα πήγαιν'- έλα, όπως τότε. Τυχερός ο αδελφός μου, γύρισε πίσω. Εγώ παντρεύτηκα και έμεινα αιχμάλωτη στα ξένα.
Δεν τα είχα καταφέρει όμως όπως η μάνα μου, που δεν μας άφησε ποτέ να ξεχάσουμε την καταγωγή μας, που κάθε απόγευμα μας πήγαινε στον ελληνικό σύλλογο για χορό. Που κάθε Κυριακή μας ξυπνούσε για την εκκλησία και ύστερα τρέχαμε στο σπίτι περιμένοντας να πάει η ώρα 12. Να χτυπήσει το τηλέφωνο και να «συνδεθούμε» με το νησί μας.

Όταν εκείνο το ακουστικό έπεφτε λυπημένο από τα χέρια μας, θυμόμασταν για ώρα τη γνωστή φράση του παππού, λίγο πριν κλείσει, «σας περιμένουμε το καλοκαίρι». Μετά επικρατούσε μια παράξενη σιωπή στο σπίτι και μια γλυκιά νοσταλγία που ακόμα ακολουθεί τη ζωή μου, σαν πιστό σκυλί.

Γεμίζαμε τους κουμπαράδες και τους σπάζαμε μια μέρα πριν φύγουμε για την Ελλάδα. Η μάνα μου πήγαινε τα κέρματα στην εκκλησία και μας έφερνε χαρτονομίσματα. Έναν ολόκληρο χειμώνα κάναμε υπομονή μέχρι να μπούμε στο αεροπλάνο και να ακούσουμε επιτέλους τη φράση: «Καλώς ήρθατε στην Ελλάδα». Μόλις φτάναμε στο νησί, τρέχαμε για παγωτό και κάθε απόγευμα αγοράζαμε και κάνα-δυο στα παιδιά της γειτονιάς, που νόμιζαν πως εμείς από τα ξένα έχουμε περισσότερα λεφτά.

Τσαλαβουτούσαμε στη θάλασσα από το πρωί και η μάνα μου μας κυνηγούσε για να μας πασαλείψει με τη λευκή κρέμα. Ο παππούς φώναζε «άσε τα παιδιά, να χορτάσουν ήλιο, σαν κλόουν τα έχεις κάνει» και εμείς σκάγαμε στα γέλια. Μοιάζαμε με αγριοκάτσικα που προσπαθούσαν να χορτάσουν την ελευθερία τους. Ακόμα νιώθω τη γεύση της θάλασσας κάθε που τη συλλογιέμαι και στα μάτια μου κυματίζει το γαλάζιο κάθε που με πνίγει ετούτη η ξένη χώρα.

Πώς τα κατάφερα έτσι και τα δικά μου παιδιά δεν έχουν την ίδια λαχτάρα που είχα εγώ και ο αδελφός μου; Πώς να ξεχάσω τους αμέτρητους απογευματινούς γύρους στη πλατεία με την εκκλησία στη μέση; Ακόμα ζαλίζομαι. Και μόλις η ώρα πήγαινε οκτώ πιανόμασταν χέρι – χέρι και πηγαίναμε στην ταβέρνα που μας περίμενε η μάνα μου με τον πατέρα. Δεν ξέρω πως τα κατάφερναν και είχαν πάντα το ίδιο τραπέζι, που σχεδόν ακουμπούσαν τα πόδια μας στο νερό και εμείς βγάζαμε τα παπούτσια και πιτσιλούσαμε ο ένας τον άλλο. Ποτέ δεν μας μάλωνε η μάνα μου γι' αυτό. Ήξερε τι έκανε. Ήταν και αυτός άλλος ένας λόγος για να αγαπήσουμε ακόμα περισσότερο εκείνη τη χώρα, που μύριζε ελευθερία.

Ο άντρας μου το ήξερε καλά αυτό. Ήταν ξένος αλλά γνώριζε πιο πολλά από εμένα. Καθηγητής πανεπιστημίου, με πολλές διαλέξεις στο ενεργητικό του. Οι περισσότερες αφορούσαν τον ελληνικό πολιτισμό. Έμαθε τόσο καλά Ελληνικά που δεν τον βοηθούσα πια στις μεταφράσεις του. Δεν σταματούσε να αναφέρεται στην ποίηση του Όμηρου, στον Πυθαγόρα, τον Ευριπίδη, τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή. Έλεγε και ξαναέλεγε το ρόλο που έπαιξε ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης στη φιλοσοφία της Ευρώπης. Πάντα μιλούσε σε φίλους μας γιατρούς για τον Ιπποκράτη, τον πατέρα της Ιατρικής.

Ήταν κι αυτός περήφανος μαζί με εμένα για την Ακρόπολη με τα μνημεία της, τα Προπύλαια, τον Παρθενώνα, το Ερέχθειο, τον Ναό της Άπτερου Νίκης. Ξετρελαινόντουσαν όλοι όταν τους έλεγε ιστορίες για την Αρχαία Ελληνική Αγορά. Μιλούσε για τον Άρειο Πάγο, για τη Στοά του Αττάλου. Ποτέ δεν ξεχνούσε το αρχαιότερο θέατρο του κόσμου, την κοιτίδα του αρχαίου δράματος, που ήταν χτισμένο από τον 2ο αιώνα μ.Χ., το Ωδείον του Ηρώδου του Αττικού, το θέατρο του Διονύσου, στη σκιά της Ακρόπολης, που χτίστηκε στην Αρχαϊκή Εποχή.
Και εγώ, μη νομίζεις πως εγώ δεν μιλούσα για την Ελλάδα. Πολλές φορές έλεγα στα παιδιά μου, για τη Βουλή των Ελλήνων, για το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη και κάθε που έλεγα για τους ευζώνους, εκείνα μου ζητούσαν με λαχτάρα να τους περιγράψω ξανά και ξανά τη στολή του τσολιά. Να τους πω για το λευκό του πουκάμισο με το μεγάλο άνοιγμα στα μανίκια, τη μεταξωτή φούντα στο τσαρούχι με τα 60 καρφιά κάτω από τη σόλα. Τους έκανε εντύπωση που κάθε ένα τσαρούχι ζύγιζε τρία κιλά, και γούρλωναν τα μάτια κάθε φορά που τους έλεγα για τη φούντα του τσαρουχιού, που ήταν εκεί, για να κρύβει αιχμηρά αντικείμενα που τραυμάτιζαν αιφνιδιαστικά τον εχθρό στον πόλεμο και πάντα αναρωτιόντουσαν γιατί ο εύζωνας έπρεπε να φοράει δύο μάλλινες κάλτσες. Τους υποσχόμουν πως μόλις θα πάμε στην Αθήνα θα τους πήγαινα να τους δουν από κοντά. Θα τους πήγαινα να δουν το Ζάππειο Μέγαρο, μετά θα ανηφορίζαμε με τα πόδια στο Παναθηναϊκό Στάδιο ή Καλλιμάρμαρο, στο αρχαίο αυτό στάδιο που διοργανώνονταν οι σημαντικοί για την Αθήνα αγώνες, τα Παναθήναια.
Ο άντρας μου όταν με άκουγε, χαμογελούσε και αναπολούσε την εκδρομή μας στον λόφο του Φιλοπάππου, όταν ακόμα ήμασταν νέοι και ερωτευμένοι. Πολλές φορές αναρωτήθηκα αν αγάπησε εμένα ή την καταγωγή μου, αλλά τι σημασία είχε. Η Ελλάδα ήμασταν εμείς και τα παιδιά μας.

Και κάθε φορά που μου λείπει η πατρίδα μου, φέρνω στο μυαλό μου την μάνα μου και την φράση που μας έλεγε όταν βρίσκαμε τα σκούρα εγώ και ο αδελφός: «μη σας σταματά τίποτα μωρέ, εσείς είστε Ελληνόπουλα». Τότε δεν καταλάβαινα τι ήθελε να πει. Μέσα μου αναρωτιόμουν αν η μάνα μου ήταν μια αντάρτισσα ή αν όντως η καταγωγή μας ήταν μεγάλη τύχη. Πέρασαν τα χρόνια και, πια, με σιγουριά μπορώ να πω, πως, ναι, είναι τύχη να είσαι Έλληνας.




Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2012

«Σκάσε και κολύμπα»


Το παράξενο καλοκαίρι τελείωσε. Ο δύσκολος χειμώνας ξεκίνησε.

Κάποιοι λένε πως είμαστε «στο παραλίγο της καταστροφής» και κάποιοι άλλοι λίγο πιο αισιόδοξοι, πως «θα την γλιτώσουμε».
Άλλοι αναρωτιούνται «για πόσο;» και οι μεγαλύτεροι κουνάνε το κεφάλι λέγοντας «εμείς γεράσαμε, εσείς τι θα κάνετε»....

Κανείς δεν πιστεύει τίποτα και κανείς δεν είναι σίγουρος πως αυτή η χώρα θα τα καταφέρει.

Κάποιοι χαμογελούν πίσω από την πλάτη μας και οι περισσότεροι, εντός των συνόρων κλαίνε.

Η παιδεία ξεκινά με απεργίες και τα πανεπιστήμια με κινητοποιήσεις. Κάποιοι θα κρατήσουν πάλι ομήρους παιδιά και φοιτητές .

Οι συνταξιούχοι τιμωρούνται που μεγάλωσαν ενώ άρρωστοι, ανήμποροι και πολύτεκνοι σιχτιρίζουν την τύχη τους. Οι γιατροί απεργούν και ο Ιπποκράτης πάει περίπατο...

Οι ένστολοι αγριεύουν, έγιναν πάλι... «μάχιμοι». Η δικαιοσύνη παγώνει, ξέχνα τη δίκη που περίμενες με αγωνία. Οι εφοριακοί βάζουν λουκέτο – πλάκα έχει, δεν θα τους βρίσκεις να πληρώσεις.

Και οι δημόσιοι υπάλληλοι πέφτουν κάτω από τις καρέκλες . Όσοι δεν μπήκαν με ΑΣΕΠ λιποθυμούν για το κακό που τους βρήκε. Όλες εκείνες οι κυράτσες και όλοι εκείνοι οι ανίκανοι σε ΊΚΑ, εφορία, ΔΕΗ και σε κάθε άλλη δημόσια υπηρεσία, είναι με κατεβασμένα τα μούτρα που της χάλασε ξαφνικά η βόλεψη.

Τα φαρμακεία όλα κλειστά και οι δωρεάν γιατροί αμετακίνητοι. Ο κόσμος κάνει τον σταυρό του, προσεύχεται μόνο για υγεία. Τα ράσα πήραν κατ' ιδίαν την διαβεβαίωση πως το λειτούργημα - μισθός δεν θα πειραχθεί. Ησύχασαν άραγε; Δεν θα άντεχα να δω απ' έξω από την βουλή παπάδες να πετάνε μαύρα καπέλα και κεριά στον αέρα. Τα κεριά θα χρειαστούν. Η ΔΕΗ είναι «φουντωμένη» με τις δόσεις από το νέο χαράτσι και οι φυλακές είναι γεμάτες, άσε που οι τράπεζες παραμονεύουν στην γωνία.

Οι δήμοι απεργούν. Τα ταμεία τους άδειασαν αλλά οι δρόμοι είναι γεμάτοι λακκούβες. Οι πλατείες έχουν σπασμένα παγκάκια και σύριγγες. Οι τοίχοι είναι βρώμικοι και βαμμένοι συνθήματα και τα καλαθάκια στο δρόμο ξεχείλιζαν χρόνια τώρα σκουπίδια.

Οι βουλευτές που εκλέξαμε φοβόνται, κλεισμένοι μέσα στα πολιτικά τους γραφεία λιγδιασμένοι ποντικοί, σηκώνουν τους ώμους και λένε «τι να κάνουμε, θα δούμε...».

Ευτυχώς που έχουν και το εξιλαστήριο θύμα «ας αποφασίσει εκείνος, αυτός είναι ο πρωθυπουργός». Οι άλλοι, όλοι αυτοί που λέγονται αντιπολίτευση, χαίρονται που κρατάει άλλος «την καυτή πατάτα», τι πλάκα που έχει αυτή η φράση «καυτή πατάτα». Άλλοι την κρατάνε εμείς την τρώμε...

Δεν ξέρω αν σας μυρίζει κάτι στον ελληνικό αέρα, μυρίζει σαν προσάναμμα φωτιάς. Αυτή την φωτιά που ετοιμάζουν να ανάψουν στην Βουλή.

Οι ξένοι αναρωτιούνται αν θα τηρήσουμε τα μέτρα και εμείς αναρωτιόμαστε αν θα τα ψηφίσουν.

Η χώρα είναι υπό πλήρη έλεγχο και σύντομα σε απόλυτη επιτήρηση.

Μέχρι πρότινος θύμωνα που με την τόσο κακή πολιτική διαχείριση παραδώσαμε την χώρα σε Γερμανούς, Τροικανούς και λοιπούς. Μόνο που παραδοθήκαμε εντός συνόρων, στους έλληνες πολιτικούς κατακτητές, αλλά μην αναλύσουμε περισσότερο το γιατί και πως... ο καθείς γνωρίζει το λόγο της παράδοσής του...

Και τώρα τι «σκάσε και κολύμπα;» Ναι, έτσι σου λένε «σκάσε και κολύμπα».

Δημοσιεύεται στα "Πολιτικά Θέματα" 

Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

Περήφανοι και δανειζόμενοι

«... Είμαστε ένας περήφανος λαός. Δεν μας αρέσει να εξαρτόμαστε καθόλου από δανεικά...» και «... Θέλω να επαναλάβω ότι οι Έλληνες είμαστε λαός περήφανος. Δεν μας αρέσει καθόλου να δανειζόμαστε και να εξαρτώμεθα από δανεικά χρήματα...»

Δυο φορές έκανε λόγο για την δική μας ελληνική περηφάνια. Αυτή την περηφάνια που καταπατάτε καθημερινά στα απλήρωτα ενοίκια, στους μαζεμένους λογαριασμούς, σε ανεξόφλητα δάνεια, στο φόβο του αύριο, στην αγωνία του τώρα.

Η ελληνική περηφάνια παλεύει με απολύσεις, συντάξεις, χαμηλά μεροκάματα, κλειστά φαρμακεία, άθλια νοσοκομεία, ελλιπή παιδεία.
Η ελληνική περηφάνια καρυδώνετε στο ίδιο της το σπίτι από έναν δολοφόνο αλλοδαπό.

Αναφέρθηκε στην ελληνική περηφάνια. Μόνο που τα τελευταία η περηφάνια του Έλληνα ακολουθεί κυριολεκτικά την θεωρία του Νίτσε «Να πεθαίνεις περήφανα όταν δεν είναι πια μπορετό να ζεις περήφανα».

Σ' αυτή την ελληνική περηφάνια αναφερθήκατε; Την πρώτη φορά στην Μέρκελ και την δεύτερη στον Ολάντ;

Για άλλη μια φορά ακούσαμε τον εθνικό ύμνο από την μπάντα που σας υποδέχτηκε. Αλλά περηφάνια δεν ένιωσε κανείς. Δεν μας έφταιγε που η μπάντα ήταν γερμανική, δεν έφταιγε τόσο η Μέρκελ, ή την επομένη ο Ολάντ. Μας ενόχλησε, αυτό που χρόνια τώρα ακολουθείτε, η ολοκληρωτική παράδοση.

Είναι αλήθεια πως η χώρα είναι καταχρεωμένη. Την καταχρεώσατε - την καταχρεώσαμε. Χρόνια τώρα, προσπαθείτε να μας στριμώξετε το κεφάλι κάτω από τα σκέλια και εν μέρει ναι, το έχετε καταφέρει - μας κάνατε να νιώθουμε υπόχρεοι, να πιστεύουμε πως δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά, πως μόνο η αυτή τακτική είναι η λύση που ακολουθείτε. Ξυπνάμε το πρωί απαισιόδοξα. Περνάμε από την Βουλή και κουνάμε το κεφάλι, πολλοί σηκώνουν και το χέρι - το θάρρος μας μόνο εκεί φτάνει;

Εν κατακλείδι. Δεν έχουμε χάσει την ελληνική μας περηφάνια γιατί παίρνουμε δανεικά. Έχουμε χάσει την ελληνική μας περηφάνια γιατί το πολιτικό σύστημα δεν μας προστατεύει με τους άστοχους, πολιτικούς του χειρισμούς.

Γιατί τα δανεικά και η περηφάνια μπορούν να πάνε και μαζί, αγαπητέ μου...

 28/08/12

Τρίτη 21 Αυγούστου 2012

Κινδυνεύει η Ελλάς


Ο στίχος από το γνωστό τραγούδι του Λευτέρη Παπαδόπουλου, με τον ομώνυμο και κατά τ’ άλλα επίκαιρο τίτλο του. Για όλες τις περιστάσεις έχουμε και το ανάλογο άσμα και δεν σας κρύβω πως τελευταία, το συγκεκριμένο παίζει πολύ στα δικά μου ερτζιανά κύματα…

Άφωνοι παρακολουθούμε τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας  – όχι από δέος και θαυμασμό-, άφωνοι από την πολιτική ανικανότητα. Τις λεγόμενες ή μη διαπραγματεύσεις, τα δημοσιεύματα του ξένου τύπου που μας θέλουν στο χείλος του γκρεμού, τα νέα μέτρα που ετοιμάζουν, τα νομοσχέδια που όλοι αναρωτιούνται αν θα ψηφιστούν ή όχι, τους μισθούς που κατεβαίνουν ασταμάτητα, την αγορά που ψυχορραγεί, τους συνταξιούχους που υποφέρουν και τόσα άλλα ακόμα…


Μπήκαν και εκείνες οι νέες λέξεις στην επικαιρότητα, έτσι, για να μην λιμνάζουν τα κουρασμένα μας αυτιά: «Επιχείρηση σκούπα»  - παλιά δεν λέω, άλλα με σασπένς- «Επιχείρηση Ξένιος Ζευς» - ευρηματικότατος ο κύριος ή οι κύριοι που το επέλεξαν. Μόνο που έτσι για την ιστορία, ο Ξένιος Ζευς στην Αρχαία Ελλάδα ήταν ο ορισμός της φιλοξενίας, μια και η φιλοξενία τότε εθεωρείτο πράξη αρετής. Τους ξένους τους προστάτευε ο Ξένιος Δίας και η Αθηνά Ξενία. Η θεία φιλοξενία ήταν απαραίτητη, ενώ η μη περιποίηση των ξένων και κακή αντιμετώπιση τους, εθεωρείτο αμάρτημα.

Οι δικοί μας «ημίθεοι» ξεπέρασαν ακόμα και τους Θεούς του Ολύμπου. Άφησαν την χώρα όχι μόνο να φιλοξενεί, άφησαν την χώρα και τους κατοίκους της απροστάτευτους στην αγριότητα και στην εκμετάλλευση της μεγάλης… αυτής φιλοξενίας. Εγκατέλειψαν τον έλληνα πολίτη στην φτωχογειτονιά του και τώρα τρέχουν, τάχα, να τον σώσουν…

Πώς να μην τραγουδά κανείς  «Μη μιλάς, μη γελάς κινδυνεύει η Ελλάς…»


Σάββατο 4 Αυγούστου 2012

Εάλω η τηλεόραση

Από τις 29 Μαΐου του 1453, μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και για τέσσερις αιώνας οι Έλληνες ζούσαν κάτω από την τουρκική κατοχή. Ποιος να έλεγε στον τελευταίο αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Κωνσταντίνο Παλαιολόγο ή στον επίσκοπο Παλαιών Πατρών Γερμανό, που σήκωσε το λάβαρο της Επανάστασης στις 25 Μαρτίου του 1821, τότε που ξεκίνησε και επίσημα η Ελληνική Επανάσταση και με αγώνες και θυσίες οδηγήθηκε η χώρα στην ελευθέρωσή της και στην αναγνώρισή της ως Ελληνικό κράτος το 1830, πως σήμερα ελληνίδες μανάδες, παππούδες, γιαγιάδες ακόμα και μικρά παιδιά – δεν φταίνε αυτά – τρέχουν μεσημέρι, βράδυ ή όποτε είναι η ώρα να παρακολουθήσουν τούρκικο σήριαλ;

Ποιος να έλεγε στον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδος Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος εκτός των άλλων, το Μάιο του 1919 εξασφάλισε από τις μεγάλες δυνάμεις την άδεια να αποβιβαστεί στράτευμα στη Σμύρνη, προκειμένου να προστατεύσει τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Ιωνίας από δολιοφθορές των Τούρκων ατάκτων ή ποιος να έλεγε στον Αριστείδη Στεργιάδη ο οποίος κατά την ίδια περίοδο έκανε προσπάθεια να αναχαιτιστούν οι τουρκικές εχθρικές επιβουλές ή στον Μάρκο Μπότσαρη που πολέμησε με όσες δυνάμεις είχε τους Τούρκους κατακτητές αναγκάζοντας τον Αλή Πασά να παραδώσει τα φρούρια του Σουλίου στους Σουλιώτες ή στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη ή στον Αντρέα Μιαούλη, πως σήμερα τρέχεις να ανάψεις την τηλεόραση και δεν θέλεις να χάσεις ούτε ένα λεπτό από το αγαπημένο σου τούρκικο.

Πατάς ON και σου έρχονται αυθόρμητα οι φράσεις Seni seviyorum, Seni çok özlüyorum (Σ' αγαπώ, μου λείπεις πολύ). Κρατάς την αναπνοή σου που μπορεί να σκοτώσει σήμερα τον αδελφό του για την τιμή της αγαπημένης του και ύστερα βλέπεις σε πρώτο πλάνο την Τουρκία λαμπερή. Αντί να βάλεις τα κλάματα που σου δείχνουν κάθε τόσο τα φωτισμένα νερά του Βοσπόρου εσύ ξοδεύεις ένα πακέτο χαρτομάντιλα για τον μεγάλο ανεκπλήρωτο και χωρίς μπούργκα έρωτα. Είσαι για κλάματα...

Ανεβάζεις στα ύψη την τηλεθέαση και κάνεις τους καναλάρχες να τρίβουν τα χέρια τους που θα βγάλουν ακόμα περισσότερα λεφτά, ξοδεύοντας λιγότερα. Αφήνεις χωρίς δουλειά τους έλληνες ηθοποιούς - άθελά σου δεν λέω - και ψάχνεις και εσύ έναν ψηλό μελαχρινό, με καστανά μάτια να κάνει τόσες θυσίες και να ζήσεις το δικό σου παραμύθι όπως στο « Χίλιες και μία νύχτες».

Και αν αναρωτιέσαι και τι έγινε; Τότε έχω να του πω πως σε έχει «κατακτήσει» ήδη το τουρκικό Hollywood, τουλάχιστον. Και αν σε πείθει η δικαιολογία πως είναι φθηνή και οικονομική λύση σου λέω πως είναι πνευματική κρίση και τίποτε άλλο. Η Ελλάδα έχει σπουδαίους σκηνοθέτες, ηθοποιούς, συγγραφείς, σεναριογράφους και όμως κάποιοι επιτήδειοι διευθυντές καναλιών τους κάνουν στην άκρη πατώντας στην δική μας βλακεία.

Τα τουρκικά σήριαλ έχουν κατακτήσει τα Βαλκάνια. Και καλά κάνουν, εμείς οι έλληνες τι κάνουμε; Δεν έχω μένος προς το τούρκικο λαό ούτε έχω σκοπό να το προκαλέσω, εξάλλου μια Πόλη... μας ενώνει.

Α... και μην ξεχάσω, προσεχώς κινέζικα. OFF

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2012

Πλησιάζει η κατάλληλη στιγμή


Δεν θα πας εφέτος διακοπές, το ξέρω. Ούτε και εγώ.
Στην ίδια κατάσταση είμαστε. Αλλά αυτό δεν με κάνει να νιώθω καλύτερα.
Η Αθήνα δεν θα αδειάσει όπως παλιά, κι όμως, εσύ πάλι άδεια την νιώθεις.
Είναι που το κοινωνικό - πολιτικο κλίμα βαραίνει όλο και περισσότερο, και αυτό σε καταπλακώνει.
Το πολιτικό σύστημα είναι υπό κατάρρευση.
Το κοινωνικό καταρρέει καθημερινά.
Άρχισες κιόλας να εξοικειώνεσαι με την είδηση. Λες, πως άλλος ένας αυτοκτόνησε και απλά… κουνάς το κεφάλι.
Δεν έχεις να πεις τίποτα παραπάνω και φυσικά δεν έχεις να κάνεις τίποτα περισσότερο για  την κατάσταση.
Εξάλλου θα μου πεις, πως ότι ήταν να κάνεις το έκανες, ψήφισες πριν από ένα μήνα, δεν έχεις πολλές επιλογές, ή μήπως έχεις αλλά δεν το έχεις καταλάβει;
Έκανες την φορολογική σου δήλωση φαντάζομαι, όπως και εγώ.
Την περιμένω  μες τον Αύγουστο ή στην καλύτερη περίπτωση, μου είπαν τον Σεπτέμβρη.
Δεν έμαθα πόσα θα πληρώσω, εξοικειώθηκα και εγώ μαζί με σένα να νιώθω πως θα πληρώνω χωρίς να χρωστάω και χωρίς να μιλάω.
Λες να φταίει το μόνιμο αίσθημα του χρέους που σε κάνει να κυκλοφορείς με σκυμμένο κεφάλι;
Ξεσηκώθηκες για λίγο, φώναξες, μούντζωσες, πέταξες και μερικά γιαούρτια, αλλά μετά ξανακλείστηκες στο καβούκι σου.  Έχεις κάτι λίγα ακόμα, στην τράπεζα μου είπες.
Αυτά είναι  που σε καθησυχάζουν και σε καθυστερούν, σκέφτηκα.
Αλλά τελειώνουν και το ξέρεις.
Και ύστερα;
Μην μου πεις ότι και εσύ θα αυτοκτονήσεις, σε έχω για έξυπνο άνθρωπο.
Περιμένεις  την κατάλληλη στιγμή, μου ψιθύρισες.
Πόσο πιο κατάλληλη σε ρώτησα, αλλά δεν μου απάντησες.
Πες μου όταν είναι η ώρα, είμαι έτοιμη.

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

«Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» (Κ.Καβάφης)


Αν και λάτρης της ποιητικής τέχνης, δεν μπορώ να πω, πως μου αρέσει να ακούω πολιτικούς να απαντούν με τους στίχους κάποιου σπουδαίου Έλληνα ποιητή.

Εξάλλου η πολιτική, χρόνια τώρα δεν είναι πια τέχνη αλλά αταξία που κατευθύνει σε μια χαοτική διαδρομή με πρωταγωνιστές χαοτικούς τύπους.

Όποιο χάος και αν μελετήσει κανείς, είτε αυτό της μυθολογίας είτε εκείνο της μεταφυσικής, δεν μπορεί να το συγκρίνει με το ελληνικό χάος της πολιτικής κρίσης, που προσπαθεί να διασωθεί με νύχια και με δόντια από τον συνεχή εκτροχιασμό της.

Ας ξαναγυρίσω όμως πίσω στους ποιητές.

Αν ζούσαν σήμερα δεν νομίζω πως θα τολμούσε πολιτικός να χρησιμοποιήσει τα έργα τους για να φανεί λίγο πιο έξυπνος από τον άλλο.

Καβάφης, Ελύτης, Βάρναλης... και ποιος ξέρει ποιους άλλους ποιητές θα επικαλεστούν, θα μελετούν και θα αποστηθίζουν, για να 'χουν να λένε...

« Απολείπειν ο θεός Αντώνιον»

«Kι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις»

«Δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα, προσμένουν ίσως κάποιο θάμα»

Αφήστε τους στίχους και μιλήστε με την δική σας ουσία των πραγμάτων.

Γιατί αν ζούσαν οι μεγάλοι Έλληνες ποιητές όχι απλώς θα αντιδρούσαν - για την κακή απαγγελία που κάνετε - αλλά θα ούρλιαζαν για την κατάσταση που όλο το πολιτικό σας σύστημα μας έφερε.

Εκτός και αν απλώς σιωπούσαν, από λύπην ...


                                                 

Δευτέρα 9 Ιουλίου 2012

Γραμματικά Εγκλήματα

Έντεκα διαφορετικά άτομα έχουν βάλει την υπογραφή τους για την έκδοση του βιβλίου Γραμματικής για την Ε' και ΣΤ' Δημοτικού, το οποίο εκδόθηκε από τον Οργανισμό Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, με την ευθύνη του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (πρ. έκδοση του 2011, εκδ. Πατάκη).

Οι Ειρήνη Φιλιππάκη–Warburton, Μιχάλης Γεωργιαφέντης, Γεώργιος Κοτζόγλου και Μαργαρίτα Λουκά είναι οι υπεύθυνοι για τη συγγραφή του βιβλίου. Ενώ οι Γεωργία Κατσιμαλή (αν. καθ. Παν. Κρήτης), Χρήστος Γκόλιαρης (τέως σχολικός σύμβουλος Π. Ε. Εκπαίδευσης) και Βασιλική Παναγιώτου (εκπαιδευτικός) υπήρξαν κριτές και αξιολογητές του βιβλίου της Γραμματικής. Τη φιλολογική επιμέλεια έχει κάνει η κ. Θεοδώρα Τσίγκα (φιλόλογος) και υπήρξαν και άλλοι δύο υπεύθυνοι του μαθήματος κατά τη συγγραφή, οι κύριοι Π. Μπερερής και Χ. Παπαρίζος.

Έντεκα άνθρωποι έχουν συμφωνήσει πως τα φωνήεντα της ελληνικής γλώσσας ΔΕΝ είναι 7, όπως γνωρίζαμε μέχρι τώρα, αλλά 5.

Στις σελ. 36 και στην 3η ενότητα, με το ερώτημα πώς δημιουργώ λέξεις, ο μαθητής διδάσκεται πως τα φωνήεντα είναι τα εξής: [α], [ε], [ι], [ο] και το [ου] -που μέχρι πρότινος ήταν δίφθογγος ενώ τώρα ανήκει στα φωνήεντα. Μόνο που από τα φωνήεντα του βιβλίου, όπως βλέπει κανείς και από την εικόνα, λείπουν τα [η], [υ] και [ω].

Μέχρι πρότινος, μαθαίναμε πως τα φωνήεντα της ελληνικής είναι στο σύνολό τους 7 και μάλιστα πως χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: Τα βραχέα (ε, ο), τα μακρά (η, ω) και τα δίχρονα (α, ι, υ).

Στο ίδιο βιβλίο Γραμματικής, οι μαθητές του Δημοτικού θα μάθουν πως η ελληνική γλώσσα έχει 18 σύμφωνα και μέσα σε αυτά ανήκουν και τα [ντ], [μπ] και [γκ]. Μόνο που δεν υπάρχουν πουθενά τα γράμματα [ξ] και [ψ]. Στην σελ. 40 το [ξ] και [ψ] παρουσιάζονται διπλά γράμματα όπου [ξ]=κσ και [ψ]=πς.
Επίσης, το πιο φοβερό απ' όλα είναι πως, στη σελ. 36, κάποια ελληνικά γράμματα αντικαθίστανται από την αγγλική γραμματοσειρά όπως: το [χ] γίνεται [x] ενώ το ελληνικότατο [ζ] είναι γραμμένο [z].

Κάποιοι θέλουν ή να μας κάνουν να ξεχάσουμε ό,τι είχαμε μάθει μέχρι τώρα ή κάποιοι ανεύθυνοι -το λιγότερο– έχουν κάνει τραγικά λάθη;

Αν ισχύει το πρώτο, τότε κάποιοι, εσκεμμένα λειτουργούν εις βάρος της ελληνικής παιδείας και, κατ' επέκταση, της ελληνικής μας γλώσσας. Αν ισχύει το δεύτερο, ότι δηλαδή κάποιοι έχουν κάνει λάθη, τότε θα επιβεβαιωθεί για άλλη μια φορά, πόσα εγκλήματα διαπράττονται σ' αυτή τη χώρα.


Τετάρτη 4 Ιουλίου 2012

Δυστυχώς μας λείπει η παιδεία


Όταν οι ιστορικοί κληθούν να γράψουν την ιστορία της νεότερης Ελλάδας, είναι σίγουρο πως θα χρειαστούν και τη βοήθεια ψυχολόγων. Όχι μόνο λόγω της πολιτικής παράνοιας που επικρατεί αλλά λόγω και της κοινωνικής ανισορροπίας που μας χαρακτηρίζει.

Είναι σίγουρο πως οι ιστορικοί θα χρειαστεί να ζητήσουν την βοήθεια ειδικών για να εξεταστεί η στάση και οι κινήσεις της ελληνικής «μάζας». Η στάση και οι κινήσεις του ανοργάνωτου κοινωνικού πλήθους, που μονίμως ζητά το καινούργιο αλλά τελικά επιλέγει το παλιό.

Θα εξετάσουν την απόλυτη ευθύνη του κοινωνικού πλήθους για τις λανθασμένες του πολιτικές επιλογές και πώς ψυχολογείται και αν δικαιολογείται η μόνιμη  γκρίνια του ελληνικού λαού, που επιβεβαιώνει διαρκώς την άποψη του Β. Φραγκλίνου πως ο όχλος είναι ένα τέρας με πολλά κεφάλια, αλλά χωρίς μυαλό ή εκείνη του Μπέρναρ Σω που λέει πως Δημοκρατία είναι, όταν η κυβέρνηση δεν διορίζεται από μια χούφτα διεφθαρμένων αλλά εκλέγεται από αστοιχείωτη πλειοψηφία. Και να φανταστεί κανείς πως ο όχλος, ψηφίζοντας, μπορεί και να διατάζει…

Τόσο ικανοί είναι τελικά οι Έλληνες πολιτικοί που καταφέρνουν ξανά και ξανά μέσα από λάθη, απάτες, διαφθορά, ανυπαρξία νόμων, να πείθουν και να καθοδηγούν διαρκώς τα πλήθη;

Θα μπορούσε να πει κανείς πως δεν φταίει η πολιτική ικανότητα, αλλά το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο της μάζα. Και δεν θα είχε άδικο. Η παιδεία, χρόνια τώρα, υποβαθμίζεται διαρκώς ενώ ταυτόχρονα ταλαιπωρεί και ταλαιπωρείται. Οι εκάστοτε κυβερνήσεις νομοθετούσαν, άλλαζαν και αναστάτωναν. Το κόστος απύθμενα μεγάλο. Σύγχυση παντού. Οι επιπτώσεις και πολιτισμικές. Εξάλλου πολιτισμός δεν είναι μόνο οι τέχνες είναι και η συμπεριφορά μας απέναντι στον άλλο. Κάτι το οποίο δυστυχώς δεν διαθέτει η ελληνική κοινωνία. Κάποιοι λένε πως απλώς μας θέλουν αμόρφωτους. Για να επιβεβαιώσει μάλλον ο Σόλωνας* πως ο αμόρφωτος, δηλαδή, λαός, πολύ συχνά υποδουλώνεται σε άρχοντες.

Αν πάλι κάποιος διαφωνεί με τα περί αμόρφωτης μάζας, θα μπορούσε τότε να του απαντήσει κάποιος πως φταίει που η μάζα είναι βολεμένη. Και δεν χωρά καμία αμφιβολία περί τούτου. Τακτική χρόνων. Το βόλεμα κατοχυρώθηκε ως η απόλυτη ελληνική νοοτροπία. Μόνο που το βόλεμα υποδουλώνει και καθοδηγεί. Και τέτοιου είδους καθοδήγηση μόνο καλή δεν μπορεί να είναι, αντιθέτως επικίνδυνη, θα έλεγα.

Υπήρξαν έλληνες πολιτικοί που είχαν το χάρισμα να συνεγείρουν το λαό. Γέμισαν πλατείες και υποσχέθηκαν μια νέα Ελλάδα, αλλά κινδυνεύουμε να χάσουμε και εκείνη την παλιά, που μας κληροδότησαν οι πρόγονοι.

Η ελληνική κληρονομία βρίσκεται στα μουσεία, στα αρχαία θέατρα, στα γράμματα, στην επιστήμη, στην τέχνη, στην ανεξαρτησία και στην γη μας, ενώ η πολιτική κληρονομιά υπήρξε η μεγαλύτερη «αρχιτεκτονική» τέχνη.

Πως θα μας κρίνουν οι ιστορικοί και πως θα μας ψυχογραφήσουν οι ψυχολόγοι είναι ένα μεγάλο ερώτημα. Εκτός και αν τα πράγματα είναι πολύ πιο εύκολα. Οι ιστορικοί δηλαδή μας εντάξουν σε έναν νέο πολιτικό ελληνικό μεσαίωνα και οι ψυχολόγοι να μας χαρακτηρίσουν ταραγμένες προσωπικότητες, που δεν ξέραμε απλώς τι θέλαμε. 

*Κάνω μια παρένθεση για να αναφερθώ στον Σόλωνα, η ουσία της νομοθεσίας του αποτέλεσε θεμέλιο πάνω στο οποίο εδραιώθηκε η Αθηναϊκή Δημοκρατία. Ο Σόλων αυτοεξορίστηκε. Οι Αθηναίοι τότε δεν έβλεπαν μακριά. Μετά από δέκα χρόνια αυτοεξορίας, όταν ο Σόλων  επέστρεψε στην Αθήνα, τη βρήκε σε πολύ καλύτερη κατάσταση, χάρη στα δικά του νομοθετικά μέτρα. Και μετά πέθανε ευτυχισμένος σε βαθιά γεράματα. 


Δημοσιευμένο στα "Πολιτικά Θέματα" (Τεύχος 45)

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Μην αυτοκτονείτε


Έχουν περάσει περίπου 2.500 χρόνια από τότε που αυτοκτόνησε ο Σωκράτης για να μην παραβεί τους νόμους της Αθηναϊκής Πολιτείας έστω και αν ήσαν άδικοι. Φυσικά και δεν έχει υπάρξει σημερινός έλληνας πολιτικός που να πέρασε από το μυαλό του η αυτοκτονία για να μην υπογράψει ας πούμε μνημόνιο ή άλλου είδους τέτοιους εξωτερικούς εκβιασμούς και καταδικαστικές για την χώρα αποφάσεις.

Σιγά μην σκέφτηκε έστω και ένας από τους 300ους να δώσει τέλος στην ζωή του για να μην παραβεί τη φωνή της συνείδησής του. Σιγά μην σκέφτηκε κανείς να πέσει μπροστά από την Βουλή των Ελλήνων γεμάτος τύψεις για την οδυνηρή αυτή εξέλιξη της χώρας. Για να μην πληρώσουμε εγώ και εσύ, ας πούμε, άλλα χαράτσια, φόρους και όλα τα υπόλοιπα που λένε – ή δεν λένε πως μας περιμένουν.

Πόσα σφηνάκια κώνειο θα ήθελα να τους κεράσω κάθε φορά που ακούω πως άλλος ένας έλληνας αυτοκτόνησε... Κι όμως δεν είχαμε προλάβει να τους πούμε να κάνουν λίγη υπομονή ακόμα.

Μπορεί να έχουν λυσσάξει, αλλά η πολιτική ιστορία αυτού του τόπου αλλάζει σελίδα, ακόμα και αν το πληρώνουμε ακριβά. Δεν ξέρω αν θα είναι καλύτερα, αλλά δεν μπορεί, πόσο άλλο χειρότερα; Οι αλλαγές πάντα φέρνουν κάτι καλό.

Και όλοι εσείς ή εμείς, οι υποψήφιοι για αυτοκτονία, ας μην νομίζουμε πως θα αλλάξουμε και πολλά με αυτή μας την φυγή.

Ας κάνουμε το επόμενο βήμα ΟΧΙ προς την σκανδάλη, ούτε προς το μπαλκόνι.

Ας κάνουμε το επόμενο βήμα προς το παρόν, στην κάλπη.

Ας νιώσουμε την ανάγκη που έχει ο γείτονάς μας και ας πούμε στον διπλανό μας μια αισιόδοξη κουβέντα ή πως και εμείς τον χρειαζόμαστε, μπορεί να είναι έτοιμος να δώσει τέλος στην ζωή του.

Μην αυτοκτονείτε.

Ε, ναι λοιπόν, μην κάνουμε σε κανέναν το χατίρι να χάσουμε την ζωή που μας ανήκει.

Μην δεχτούμε να αποχωριστούμε τους φίλους και τις οικογένειές μας.

Μην σταματήσουμε να βλέπουμε τον ήλιο.

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012

Η Ελένη Αρβελέρ και τα παιδιά μας



Από το βιβλίο «Πολιτισμός και ελληνισμός», της ακαδημαϊκού Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, δόθηκε απόσπασμα στους μαθητές της τρίτης Λυκείου ώστε να αναλύσουν το πανανθρώπινο μήνυμα που εκπέμπει η Τέχνη στις κοινωνίες. Τα ερωτήματα αφορούσαν την Αρχαία Ελληνική Τέχνη, ποια η προσφορά της στους νέους αλλά και πως το σχολείο μπορεί να συμβάλει στην ουσιαστική επαφή μαζί της.

Το ζητούμενο της έκθεσης, προκάλεσε σχόλια και αντιδράσεις. Είπαν πως το θέμα ήταν καλοδιατυπωμένο, αλλά οι μαθητές δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν ικανοποιητικά μια και το κείμενο διέθετε αναβαθμισμένο λεξιλόγιο και πολύ πυκνά νοήματα. Οι υποψήφιοι δυσκολεύτηκαν είπαν γιατί το κείμενο ήταν αρκετά σχολαστικό, μάλλον γιατί χρειάστηκε να διαμορφώσουν τον προσωπικό τους λόγο. Κάποιοι άλλοι είπαν πως είχε πολλές μεταφορικές φράσεις, ενώ τα νοήματα για τους επικριτές του θέματος ήταν πολύ βαρύγδουπα.

Ποιο είναι το αναβαθμισμένο λοιπόν λεξιλόγιο; Οι λέξεις: επίτευγμα, αποστασιοποίηση, αποκρυστάλλωμα, αγλαΐζω (η λέξη είχε υποσημείωση αγλαΐζω= λαμπρύνω), δαμάσει, κυνηγέτιδα Άρτεμι, σμίλευσαν, εσωτερική ενατένιση, αινιγματώδες, ανείπωτη έκπληξη, απαρχή, συναπάντημα, τεταμένη, αέναο γίγνεσθαι, παλιννόστηση, που ακόμα και έτσι να είναι για κάποιους, με τα συμφραζόμενα οι λέξεις γίνονται απόλυτα κατανοητές;

Και ποια είναι τα πυκνά νοήματα; Το απόσπασμα για την τέχνη: [...]Πρώτη έκφραση της αποστασιοποίησης του ανθρώπου από την αναγκαιότητα της φύσης, χάρη στην μεταμόρφωση της ύλης σε πνεύμα, το ελληνικό πλαστικό κατόρθωμα δηλώνει την επίμονη και έλλογη προσπάθεια του καλλιτέχνη να δαμάσει το πάθος και την μοίρα με τα έργα του νου και της καρδιάς, αυτά που φέρνουν τον άνθρωπο όλο και πιο κοντά στο Θεό, αυτά που τον οδηγούν δίπλα στον συνάνθρωπο [...] ή το απόσπασμα για την ελληνική τέχνη [...] Δάμασε η ελληνική τέχνη το ζώο πριν ανακαλύψει τον τέλειο άνθρωπο [...] ή το απόσπασμα για το ότι η τέχνη οδηγεί στην ελευθερία [...] είναι η τέχνη πυξίδα και σταθερός προσανατολισμός, αυτή που δεν γνωρίζει αμηχανίες και αγνοεί τα αδιέξοδα, γι' αυτό και εμπνέει κάθε αναγέννηση, γι αυτό και μένει η βάση κάθε πνευματικής παλιννόστησης προς το ουσιώδες, δηλαδή τη δημιουργία της ελευθερίας [...].

Ευκαιρία να μάθουν λοιπόν τα παιδιά μας και το όνομα: Ελένη Γλύκατζη – Αρβλέρ. Και αναρωτιέμαι αν διάβασε κανένας άλλος ή άκουσε γι αυτό το υπέροχο κείμενο, που μιλά για το πανανθρώπινο μήνυμα της αρχαίας ελληνικής τέχνης.

Μέσα στο κείμενο της έκθεσης η Αρβελέρ γράφει [...] το αρχαιοελληνικό αισθητικό επίτευγμα σηματοδοτεί την καταγωγή μιας τέχνης με πανανθρώπινο μήνυμα και με διαστάσεις παγκόσμιες [...]. Ενώ σε εκείνο που αναφέρεται στην πλαστικότητα λέγοντας πως: [...] το ελληνικό πλαστικό κατόρθωμα δηλώνει την επιμονή και την έλλογη προσπάθεια του καλλιτέχνη [...], με κάνει να αναρωτιέμαι πως αν σήμερα ρωτούσα τα παιδιά τι σημαίνει «ελληνικό πλαστικό κατόρθωμα», θα μου απαντήσουν απάτη, θύματα και αυτά της γενικότερης περιρρέουσας ατμόσφαιρας.

Εμείς οι Έλληνες που υπήρξαμε εκφραστές αυτού του μοναδικού αισθητικού αρχαιοελληνικού επιτεύγματος, τώρα προσπαθούμε να πείσουμε τους εαυτούς μας και τα παιδιά μας, πως ένα απόσπασμα γεμάτο νοήματα, ουσία, Ελλάδα, είναι το λιγότερο δυσνόητο και μια κακή επιλογή για τις πανελλήνιες εξετάσεις;

Στις 27 Μαΐου 2012 στο Βήμα της Κυριακής διάβασα την δήλωση της ακαδημαϊκού Ελένη Γλύκατζη – Αρβλέρ η οποία σχολίασε την επιλογή κειμένου της για την αρχαία τέχνη στα ερωτήματα της Έκθεσης την πρώτη ημέρα των πανελλαδικών εξετάσεων, λέγοντα ότι γράφει δύσκολα και δεν είναι για παιδιά τα κείμενά της. Είπε χαρακτηριστικά «Στην Γαλλία, όπου ως πρύτανης δίνω εγώ τα θέματα στα σχολεία, ποτέ δεν έδωσα τέτοια θέματα. Ουδέποτε θα έδινα εγώ τέτοιο κείμενο. Τι δίνετε εδώ στα παιδιά; Τι πράγματα είναι αυτά

Δεν είναι όλα τα κείμενα της κ. Αρβελέρ δύσκολα, και το συγκεκριμένο που δόθηκε για εξέταση ήταν δύσκολο για την δική μας ελληνική υποβαθμισμένη εκπαίδευση. Οι απόψεις και οι έννοιες αυτές αλλά και ακόμα περισσότερες απ' όσα εκφράζει με τον δικό της μοναδικό τρόπο η Ελένη Αρβελέρ, θα έπρεπε να είναι βίωμα και εκπαίδευσή μας από πολύ μικρότερες ηλικίες. Και να μην ξεχνάμε πως τα παιδιά αυτά είναι λίγο πριν μπουν σε κάποιο πανεπιστήμιο ή λίγο πριν φύγουν για εκείνο του εξωτερικού.



Τρίτη 5 Ιουνίου 2012

"Ζητείται ελπίς"


Επίκαιρο σήμερα, όσο ποτέ, το διήγημα του Αντώνη Σαμαράκη... "Ζητείται ελπίς", του 1974.  Την απόγνωση του Έλληνα της δεκαετίας του 1950 για την οικονομική κατάσταση και τη δυσλειτουργία της χώρας, τη συναντάμε με τα ίδια σχεδόν χαρακτηριστικά και σήμερα. Το διήγημα έχει ως εξής:
------------------------------------------

"Ὅταν μπῆκε στὸ .... καφενεῖο, κεῖνο τὸ ἀπόγεμα, ἤτανε νωρὶς ἀκόμα. Κάθισε σ᾿ ἕνα τραπέζι, πίσω ἀπὸ τὸ μεγάλο τζάμι ποὺ ἔβλεπε στὴ λεωφόρο. Παράγγειλε καφέ. Σὲ ἄλλα τραπέζια, παίζανε χαρτιὰ ἢ συζητούσανε.

Ἦρθε ὁ καφές. Ἄναψε τσιγάρο, ἤπιε δυὸ γουλιές, κι ἄνοιξε τὴν ἀπογευματινὴ ἐφημερίδα.

Καινούριες μάχες εἶχαν ἀρχίσει στὴν Ἰνδοκίνα. «Αἱ ἀπώλειαι ἑκατέρωθεν ὑπῆρξαν βαρύταται», ἔλεγε τὸ τηλεγράφημα.
Ἕνα ἀκόμα ἰαπωνικὸ ἁλιευτικὸ ποὺ γύρισε μὲ ραδιενέργεια.
«Ἡ σκιὰ τοῦ νέου παγκοσμίου πολέμου ἁπλοῦται εἰς τὸν κόσμον μας», ἦταν ὁ τίτλος μιᾶς ἄλλης εἴδησης.
Ὕστερα διάβασε ἄλλα πράγματα: τὸ ἔλλειμμα τοῦ προϋπολογισμοῦ, προαγωγὲς ἐκπαιδευτικῶν, μιὰ ἀπαγωγή, ἕνα βιασμό, τρεῖς αὐτοκτονίες. Οἱ δυό, γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους. Δυὸ νέοι, 30 καὶ 32 χρονῶ. Ὁ πρῶτος ἄνοιξε τὸ γκάζι, ὁ δεύτερος χτυπήθηκε μὲ πιστόλι.
Ἀλλοῦ εἶδε κριτικὴ γιὰ ἕνα ρεσιτὰλ πιάνου, ἔπειτα κάτι γιὰ τὴ μόδα, τέλος τὴν «Κοσμικὴ Κίνηση»: «Κοκταίηλ προχθὲς παρὰ τῷ κυρίῳ καὶ τῇ κυρίᾳ Μ. Τ. Χάρμα εὐμορφίας καὶ κομψότητος ἡ κυρία Β. Χ. μὲ φόρεμα κομψότατο ἐμπριμὲ καὶ τὸκ πολὺ σίκ. Ἐλεγκάντικη ἐμφάνισις ἡ δεσποινὶς Ο. Ν.»

Ἄναψε κι ἄλλο τσιγάρο. Ἔριξε μιὰ ματιὰ στὶς «Μικρὲς Ἀγγελίες»:

ΠΩΛΕΙΤΑΙ νεόδμητος μονοκατοικία, κατασκευὴ ἀρίστη, ἐκ 4 δωματίων, χόλ, κουζίνας, λουτροῦ πλήρους, W.C.
ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ εἰς σοβαρὸν κύριον δωμάτιον εἰς β´ ὄροφον, εὐάερον, εὐήλιον...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ πιάνο πρὸς ἀγοράν...

Σκέψεις γυρίζανε στὸ νοῦ του.
Ἀπὸ τότε ποὺ τέλειωσε ὁ δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, ἡ σκιὰ τοῦ τρίτου δὲν εἶχε πάψει νὰ βαραίνει πάνω στὸν κόσμο μας. Καὶ στὸ μεταξύ, τὸ αἷμα χυνότανε, στὴν Κορέα χτές, στὴν Ἰνδοκίνα σήμερα, αὔριο...

Πέρασε τὸ χέρι του στὰ μαλλιά του. Σκούπισε τὸν ἱδρώτα στὸ μέτωπό του• εἶχε ἱδρώσει, κι ὅμως δὲν ἔκανε ζέστη.
Ὁ πόλεμος, ἡ βόμβα ὑδρογόνου, οἱ αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, ἡ «Κοσμικὴ Κίνησις»... Τὸ πανόραμα τῆς ζωῆς!
Δὲν εἶχε ἀλλάξει διόλου πρὸς τὸ καλύτερο ἡ ζωή μας ὕστερ᾿ ἀπὸ τὸν πόλεμο. Ὅλα εἶναι, τὰ ἴδια σὰν καὶ πρίν. Κι ὅμως εἶχε ἐλπίσει κι αὐτός, ὅπως εἶχαν ἐλπίσει ἑκατομμύρια ἄνθρωποι σ᾿ ὅλη τὴ γῆ, πῶς ὕστερ᾿ ἀπὸ τὸν πόλεμο, ὕστερ᾿ ἀπὸ τόσο αἷμα ποὺ χύθηκε, κάτι θ᾿ ἄλλαζε. Πὼς θἀρχόταν ἡ εἰρήνη, πὼς ὁ ἐφιάλτης τοῦ πολέμου δὲ θὰ ἴσκιωνε πιὰ τὴ γῆ μας, πὼς δὲ θὰ γίνονταν τώρα αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, πὼς...

Σουρούπωνε. Μερικὰ φῶτα εἶχαν ἀνάψει κιόλας στὰ μαγαζιὰ ἀντίκρυ. Στὸ καφενεῖο δὲν εἴχανε ἀνάψει ἀκόμα τὰ φῶτα. Τοῦ ἄρεσε ἔτσι τὸ ἡμίφως.
Σκέφτηκε τὴ σύγχυση ποὺ ἐπικρατεῖ στὸν κόσμο μας σήμερα. Σύγχυση στὸν τομέα τῶν ἰδεῶν, σύγχυση στὸν κοινωνικὸ τομέα, σύγχυση...
Δὲν ἔφταιγε ἡ ἐφημερίδα ποὺ ἔκανε τώρα αὐτὲς τὶς σκέψεις. Τὰ σκεφτότανε ὅλα αὐτὰ τὸν τελευταῖο καιρό, πότε μὲ λιγότερη, πότε μὲ περισσότερη ἔνταση. Σκεφτότανε τὸ σκοτεινὸ πρόσωπο τῆς ζωῆς. Τὴν εἰρήνη, τὴ βαθιὰ τούτη λαχτάρα, ποὺ κρέμεται ἀπὸ μιὰ κλωστή. Σκεφτότανε τὴ φτώχεια, τὴν ἀθλιότητα. Σκεφτότανε τὸ φόβο ποὺ ἔχει μπεῖ στὶς καρδιές.
Στὸν καθρέφτη, δίπλα του, εἶδε τὸ πρόσωπό του. Ἕνα πολὺ συνηθισμένο πρόσωπο. Τίποτα δὲ μαρτυροῦσε τὴν ταραχὴ ποὺ εἶχε μέσα του.
Εἶχε πολεμήσει κι αὐτὸς στὸν τελευταῖο πόλεμο. Καὶ εἶχε ἐλπίσει. Μὰ τώρα ἤτανε πιὰ χωρὶς ἐλπίδα. Ναί, δὲ φοβότανε νὰ τὸ ὁμολογήσει στὸν ἑαυτό του πῶς ἤτανε χωρὶς ἐλπίδα.

Μιὰ σειρὰ ἀπὸ διαψεύσεις ἐλπίδων ἦταν ἡ ζωή του. Εἶχε ἐλπίσει τότε,...

Εἶχε ἐλπίσει ὕστερα...

Κάποτε, πρὶν ἀπὸ χρόνια, εἶχε ἐλπίσει στὸν κομμουνισμό. Μὰ εἶχε διαψευσθεῖ κι ἐκεῖ. Τώρα δὲν εἶχε ἐλπίδα σὲ καμιὰ ἰδεολογία!
Ζήτησε ἕνα ποτήρι νερὸ ἀκόμα. Αὐτὴ ἡ διάψευση ἀπὸ τὶς λογῆς-λογῆς ἰδεολογίες ἤτανε βέβαια γενικὸ φαινόμενο. Καὶ παραπάνω ἀπὸ τὴ διάψευση, ἡ κούραση, ἡ ἀδιαφορία, ποὺ οἱ πιὸ πολλοί, ἡ μεγάλη πλειοψηφία νιώθει μπροστὰ στὶς διάφορες ἰδεολογίες.
Κοίταζε τὰ τρόλλεϋ ποὺ περνάγανε ὁλοένα στὴ λεωφόρο, τὸ πλῆθος... Μπροστά του, ἡ ἐφημερίδα ἀνοιχτή. Ὅλα αὐτὰ ποὺ εἶχε δεῖ καὶ πρωτύτερα: ἡ σκιὰ τοῦ καινούριου πολέμου, ἡ Ἰνδοκίνα, οἱ δυὸ αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, ἡ «Κοσμικὴ Κίνησις»...
Τσιγάρα! ἕνας πλανόδιος μπῆκε.

Πῆρε ἕνα πακέτο.

Στὶς ἕξι σελίδες τῆς ἐφημερίδας: ἡ ζωή. Κι αὐτός, ἤτανε τώρα ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει ἐλπίδα.
Θυμήθηκε, πρὶν ἀπὸ χρόνια, ἤτανε παιδὶ ἀκόμα, εἶχε ἀρρωστήσει βαριὰ μιὰ θεία του, ξαδέρφη τῆς μητέρας του. Τὴν εἴχανε σπίτι τους. Ἦρθε ὁ γιατρός• βγαίνοντας ἀπὸ τὸ δωμάτιο τῆς ἄρρωστης, εἶπε μὲ ἐπίσημο ὕφος:

Δὲν ὑπάρχει πλέον ἐλπίς!

Ἔτσι κι αὐτός, τώρα, εἶχε φτάσει στὸ σημεῖο νὰ λέει:

- Δὲν ὑπάρχει πλέον ἐλπίς!

Τοῦ φάνηκε φοβερὸ ποὺ ἤτανε χωρὶς ἐλπίδα. Εἶχε τὴν αἴσθηση πὼς οἱ ἄλλοι στὸ καφενεῖο τὸν κοιτάζανε κι ἄλλοι ἀπὸ τὸ δρόμο σκέφτονταν καὶ ψιθυρίζανε μεταξύ τους: «Αὐτὸς ἐκεῖ δὲν ἔχει ἐλπίδα!» Σὰ νὰ ἦταν ἔγκλημα αὐτό. Σὰ νὰ εἶχε ἕνα σημάδι πάνω του ποὺ τὸ μαρτυροῦσε. Σὰ νὰ ἤτανε γυμνὸς ἀνάμεσα σὲ ντυμένους.

Σκέφτηκε τὰ διηγήματα ποὺ εἶχε γράψει, δίνοντας ἔτσι μιὰ διέξοδο στὴν ἀγωνία του. Ἄγγιζε θέματα τοῦ καιροῦ μας: τὸν πόλεμο, τὴν κοινωνικὴ δυστυχία... Ὡστόσο, δὲν τὸ ἀποφάσιζε νὰ τὰ ἐκδώσει. Φοβότανε! Φοβότανε τὴν ἐτικέτα ποὺ θὰ τοῦ δίνανε σίγουρα οἱ μὲν καὶ οἱ δέ. Ὄχι, ἔπρεπε νὰ τὰ βγάλει. Στὸ διάολο ἡ ἐτικέτα! Αὐτὸς ἦταν ἕνας ἄνθρωπος, τίποτε ἄλλο. Οὔτε ἀριστερὸς οὔτε δεξιός. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε ἐλπίσει ἄλλοτε, καὶ τώρα δὲν ἔχει ἐλπίδα, καὶ ποὺ νιώθει χρέος του νὰ τὸ πεῖ αὐτό. Βέβαια, ἄλλοι θἄχουν ἐλπίδα, σκέφτηκε. Δὲν μπορεῖ παρὰ νἄάχουν.

Ξανάριξε μιὰ ματιὰ στὴν ἐφημερίδα: ἡ Ἰνδοκίνα, ἡ «Κοσμικὴ Κίνησις», τὸ ρεσιτὰλ πιάνου, οἱ δυὸ αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, οἱ «Μικρὲς Ἀγγελίες»...

ΖΗΤΕΙΤΑΙ γραφομηχανή...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ραδιογραμμόφωνον...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τζὶπ ἐν καλῇ καταστάσει...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τάπης γνήσιος περσικὸς...
Ἔβγαλε τὴν ἀτζέντα του, ἔκοψε ἕνα φύλλο κι ἔγραψε μὲ τὸ μολύβι του:
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ἐλπίς
Ὕστερα πρόσθεσε τὸ ὄνομά του καὶ τὴ διεύθυνσή του. Φώναξε τὸ γκαρσόνι. Ἤθελε νὰ πληρώσει, νὰ πάει κατευθείαν στὴν ἐφημερίδα, νὰ δώσει τὴν ἀγγελία του, νὰ παρακαλέσει, νὰ ἐπιμείνει νὰ μπεῖ ὁπωσδήποτε στὸ αὐριανὸ φύλλο.

                                         Αντώνης Σαμαράκης: http://www.unicef.gr/samarkis.php
                                            Πρώτη Δημοσίευση http://www.spirospero.gr