Η εικόνα των πόλεων τους τελευταίους μήνες άλλαξε και συνεχίζει να αλλάζει δραματικά. Η Αθήνα έγινε ο καθρέφτης της κρίσης. Έχει υπολογιστεί πως στους δρόμους της πρωτεύουσας κοιμούνται 10.000 περίπου άστεγοι. Οι ναρκομανείς κάθε βράδυ τους «ψειρίζουν». Κάποιοι βρίσκονται χτυπημένοι, κάποιοι άλλοι νεκροί, ενώ οι εντελώς απελπισμένοι παρακαλάνε θεό και διάολο να τους πάρει από τη ζωή.
Τα πεζοδρόμια της πόλης τη νύχτα γεμίζουν χαρτόκουτα, κουβέρτες, παπλώματα, παλιόρουχα μπερδεμένα με σακούλες, πλαστικά κεσεδάκια με αποφάγια. Τη μέρα τα καταστήματα γίνονται δημόσια ουρητήρια αλλά τη νύχτα που τα μαγαζιά είναι κλειστά τι γίνεται; Η Αθήνα μυρίζει αμμωνία. Κανείς δεν έχει τοποθετήσει ακόμα μερικές βιολογικές τουαλέτες, μόνο και μόνο γιατί αυτό που ονομάζεται «άνθρωπος» κατουράει και νύχτα.
Ο αριθμός των αστέγων αυξάνει δραματικά, δεν είναι μόνο οι αλλοδαποί, οι λαθρομετανάστες και οι ναρκομανείς, είναι και αυτοί που δεν έχουν δουλειά, που ξενοίκιασαν το σπίτι, που άφησαν τα παιδιά και τη γυναίκα στους παππούδες και τριγυρνάνε μέρα – νύχτα για να την «βγάλουν». Είναι τα γερόντια και οι ανήμποροι που η κρατική αναλγησία του κράτους τους έχει περιθωριοποιήσει καιρό τώρα.
12:00 το μεσημέρι, το συσσίτιο είναι έτοιμο. Η ουρά φτάνει έως τη γωνία του κεντρικού δρόμου και στα πρόσωπα τους βλέπεις όλη τη θλίψη του κόσμου. Κάποιοι ανοίγουν το κεσεδάκι με λαχτάρα κάποιοι άλλοι αδιάφοροι για το τι έχει μέσα, απλά προχωράνε. «Πάλι μακαρόνια;» είπε ένας, «καλά τι ήθελες να σου έχουν κοτολέτες; τρώγε καημένε», του απάντησε η κυρία δίπλα που φόραγε μια μισοσκισμένη γούνα και ένα καπέλο όλο βρώμα.
Τι ντροπή … ήθελα να τρέξω, να φτάσω σε εκείνα τα μεγάλα τους κτήρια, που ήταν τόσο δίπλα, να χτυπήσω εκείνες τις τεράστιες πόρτες τους, να περάσω σε εκείνα τα καλοφτιαγμένα τους γραφεία και να ουρλιάξω «Βγείτε έξω να δείτε… ο κόσμος υποφέρει και πονά και εσείς το ίδιο παραμύθι»