Στο Διεθνή Διαγωνισμό Διηγήματος 2012 eyelands.gr με θέμα την Ελλάδα – το παρακάτω κείμενο απέσπασε διάκριση.
ΕΛΛΑΔΑ
Είπα στα παιδιά πως αυτό το καλοκαίρι θα πηγαίναμε διακοπές στην Ελλάδα και εκείνα ούτε που σήκωσαν το κεφάλι από το παιχνίδι. Ένιωσα τη καρδιά μου να ραγίζει. Η δικιά μου η μάνα, κάθε που μας έλεγε «άντε να τελειώσετε το σχολείο για να πάμε διακοπές στο νησί», εγώ χοροπηδούσα και ο αδελφός μου πέταγε τα βιβλία στον αέρα.
Αλλά η μάνα μου ήταν άλλος άνθρωπος. Δεν άφησε ούτε μια μέρα να περάσει χωρίς να μας θυμίσει την καταγωγή μας. Χωρίς να βγάλει εκείνο το γλυκό αναστεναγμό την ώρα που καθόμασταν στο τραπέζι. Δεν άφησε να περάσει Σαββατοκύριακο χωρίς να μας δείξει το άλμπουμ με τις φωτογραφίες. «Ελάτε», φώναζε, «ελάτε να δείτε τον παππού που μας περιμένει», κι εμείς τρέχαμε πάντα με την ίδια χαρά, να δούμε αυτό που είχαμε δει πάνω από εκατό φορές και να ανακαλύψουμε πάλι κάτι καινούργιο στο πολύχρωμο ακόμα χαρτί.
Ένα πουλί στον αέρα που νομίζαμε πως άλλαζε θέση. Το μικρό μπαλκόνι με τα λευκά κάγκελα και τ' απλωμένα ρούχα της γιαγιάς. Ακόμα και τον αέρα νιώθαμε κάθε που βλέπαμε τον παππού σε εκείνη τη φωτογραφία να κρατά το καπέλο με το ένα χέρι. Πίσω του η θάλασσα, το γαλάζιο μας πάθος, αυτό που μας έκανε να κρατάμε την αναπνοή τόσο, που αν μας έβλεπε κανείς και τους τρεις θα νόμιζε πως ήμαστε έτοιμοι να κάνουμε βουτιά από τον καναπέ.
Ο αδελφός μου με δυσκολία θυμόταν το όνομα του νησιού και κάθε φορά που ρώταγε εγώ του έπιανα το αυτί και του φώναζα δυνατά «Κουφονήσιιιιιι». Η μάνα μου γελούσε και ο πατέρας μου καθιστός στην πολυθρόνα μπροστά από την τηλεόραση, χάιδευε το περήφανο μουστάκι του, για να κρύψει τάχα το χαμόγελό του.
Πάνε σχεδόν τρία χρόνια που έχασα τους γονείς μου και πολλά ακόμα πίσω που έχασα τον παππού και τη γιαγιά και μαζί τους ένιωσα πως έχασα και την Ελλάδα μου. Οι δυσκολίες με έκαναν να κρατήσω στη μνήμη μου την πατρίδα και να σταματήσω τα πήγαιν'- έλα, όπως τότε. Τυχερός ο αδελφός μου, γύρισε πίσω. Εγώ παντρεύτηκα και έμεινα αιχμάλωτη στα ξένα.
Δεν τα είχα καταφέρει όμως όπως η μάνα μου, που δεν μας άφησε ποτέ να ξεχάσουμε την καταγωγή μας, που κάθε απόγευμα μας πήγαινε στον ελληνικό σύλλογο για χορό. Που κάθε Κυριακή μας ξυπνούσε για την εκκλησία και ύστερα τρέχαμε στο σπίτι περιμένοντας να πάει η ώρα 12. Να χτυπήσει το τηλέφωνο και να «συνδεθούμε» με το νησί μας.
Όταν εκείνο το ακουστικό έπεφτε λυπημένο από τα χέρια μας, θυμόμασταν για ώρα τη γνωστή φράση του παππού, λίγο πριν κλείσει, «σας περιμένουμε το καλοκαίρι». Μετά επικρατούσε μια παράξενη σιωπή στο σπίτι και μια γλυκιά νοσταλγία που ακόμα ακολουθεί τη ζωή μου, σαν πιστό σκυλί.
Γεμίζαμε τους κουμπαράδες και τους σπάζαμε μια μέρα πριν φύγουμε για την Ελλάδα. Η μάνα μου πήγαινε τα κέρματα στην εκκλησία και μας έφερνε χαρτονομίσματα. Έναν ολόκληρο χειμώνα κάναμε υπομονή μέχρι να μπούμε στο αεροπλάνο και να ακούσουμε επιτέλους τη φράση: «Καλώς ήρθατε στην Ελλάδα». Μόλις φτάναμε στο νησί, τρέχαμε για παγωτό και κάθε απόγευμα αγοράζαμε και κάνα-δυο στα παιδιά της γειτονιάς, που νόμιζαν πως εμείς από τα ξένα έχουμε περισσότερα λεφτά.
Τσαλαβουτούσαμε στη θάλασσα από το πρωί και η μάνα μου μας κυνηγούσε για να μας πασαλείψει με τη λευκή κρέμα. Ο παππούς φώναζε «άσε τα παιδιά, να χορτάσουν ήλιο, σαν κλόουν τα έχεις κάνει» και εμείς σκάγαμε στα γέλια. Μοιάζαμε με αγριοκάτσικα που προσπαθούσαν να χορτάσουν την ελευθερία τους. Ακόμα νιώθω τη γεύση της θάλασσας κάθε που τη συλλογιέμαι και στα μάτια μου κυματίζει το γαλάζιο κάθε που με πνίγει ετούτη η ξένη χώρα.
Πώς τα κατάφερα έτσι και τα δικά μου παιδιά δεν έχουν την ίδια λαχτάρα που είχα εγώ και ο αδελφός μου; Πώς να ξεχάσω τους αμέτρητους απογευματινούς γύρους στη πλατεία με την εκκλησία στη μέση; Ακόμα ζαλίζομαι. Και μόλις η ώρα πήγαινε οκτώ πιανόμασταν χέρι – χέρι και πηγαίναμε στην ταβέρνα που μας περίμενε η μάνα μου με τον πατέρα. Δεν ξέρω πως τα κατάφερναν και είχαν πάντα το ίδιο τραπέζι, που σχεδόν ακουμπούσαν τα πόδια μας στο νερό και εμείς βγάζαμε τα παπούτσια και πιτσιλούσαμε ο ένας τον άλλο. Ποτέ δεν μας μάλωνε η μάνα μου γι' αυτό. Ήξερε τι έκανε. Ήταν και αυτός άλλος ένας λόγος για να αγαπήσουμε ακόμα περισσότερο εκείνη τη χώρα, που μύριζε ελευθερία.
Ο άντρας μου το ήξερε καλά αυτό. Ήταν ξένος αλλά γνώριζε πιο πολλά από εμένα. Καθηγητής πανεπιστημίου, με πολλές διαλέξεις στο ενεργητικό του. Οι περισσότερες αφορούσαν τον ελληνικό πολιτισμό. Έμαθε τόσο καλά Ελληνικά που δεν τον βοηθούσα πια στις μεταφράσεις του. Δεν σταματούσε να αναφέρεται στην ποίηση του Όμηρου, στον Πυθαγόρα, τον Ευριπίδη, τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή. Έλεγε και ξαναέλεγε το ρόλο που έπαιξε ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης στη φιλοσοφία της Ευρώπης. Πάντα μιλούσε σε φίλους μας γιατρούς για τον Ιπποκράτη, τον πατέρα της Ιατρικής.
Ήταν κι αυτός περήφανος μαζί με εμένα για την Ακρόπολη με τα μνημεία της, τα Προπύλαια, τον Παρθενώνα, το Ερέχθειο, τον Ναό της Άπτερου Νίκης. Ξετρελαινόντουσαν όλοι όταν τους έλεγε ιστορίες για την Αρχαία Ελληνική Αγορά. Μιλούσε για τον Άρειο Πάγο, για τη Στοά του Αττάλου. Ποτέ δεν ξεχνούσε το αρχαιότερο θέατρο του κόσμου, την κοιτίδα του αρχαίου δράματος, που ήταν χτισμένο από τον 2ο αιώνα μ.Χ., το Ωδείον του Ηρώδου του Αττικού, το θέατρο του Διονύσου, στη σκιά της Ακρόπολης, που χτίστηκε στην Αρχαϊκή Εποχή.
Και εγώ, μη νομίζεις πως εγώ δεν μιλούσα για την Ελλάδα. Πολλές φορές έλεγα στα παιδιά μου, για τη Βουλή των Ελλήνων, για το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη και κάθε που έλεγα για τους ευζώνους, εκείνα μου ζητούσαν με λαχτάρα να τους περιγράψω ξανά και ξανά τη στολή του τσολιά. Να τους πω για το λευκό του πουκάμισο με το μεγάλο άνοιγμα στα μανίκια, τη μεταξωτή φούντα στο τσαρούχι με τα 60 καρφιά κάτω από τη σόλα. Τους έκανε εντύπωση που κάθε ένα τσαρούχι ζύγιζε τρία κιλά, και γούρλωναν τα μάτια κάθε φορά που τους έλεγα για τη φούντα του τσαρουχιού, που ήταν εκεί, για να κρύβει αιχμηρά αντικείμενα που τραυμάτιζαν αιφνιδιαστικά τον εχθρό στον πόλεμο και πάντα αναρωτιόντουσαν γιατί ο εύζωνας έπρεπε να φοράει δύο μάλλινες κάλτσες. Τους υποσχόμουν πως μόλις θα πάμε στην Αθήνα θα τους πήγαινα να τους δουν από κοντά. Θα τους πήγαινα να δουν το Ζάππειο Μέγαρο, μετά θα ανηφορίζαμε με τα πόδια στο Παναθηναϊκό Στάδιο ή Καλλιμάρμαρο, στο αρχαίο αυτό στάδιο που διοργανώνονταν οι σημαντικοί για την Αθήνα αγώνες, τα Παναθήναια.
Ο άντρας μου όταν με άκουγε, χαμογελούσε και αναπολούσε την εκδρομή μας στον λόφο του Φιλοπάππου, όταν ακόμα ήμασταν νέοι και ερωτευμένοι. Πολλές φορές αναρωτήθηκα αν αγάπησε εμένα ή την καταγωγή μου, αλλά τι σημασία είχε. Η Ελλάδα ήμασταν εμείς και τα παιδιά μας.
Και κάθε φορά που μου λείπει η πατρίδα μου, φέρνω στο μυαλό μου την μάνα μου και την φράση που μας έλεγε όταν βρίσκαμε τα σκούρα εγώ και ο αδελφός: «μη σας σταματά τίποτα μωρέ, εσείς είστε Ελληνόπουλα». Τότε δεν καταλάβαινα τι ήθελε να πει. Μέσα μου αναρωτιόμουν αν η μάνα μου ήταν μια αντάρτισσα ή αν όντως η καταγωγή μας ήταν μεγάλη τύχη. Πέρασαν τα χρόνια και, πια, με σιγουριά μπορώ να πω, πως, ναι, είναι τύχη να είσαι Έλληνας.