Μια φορά και ένα καιρό… στη χώρα του πολιτισμού και της Ιστορίας που την λέγανε Ελλάδα, μια μεγάλη αγέλη μαύρων λύκων πολλαπλασιάστηκε. Χωρίς ουρλιαχτά κατέβηκε στο πολιτισμό και με σχέδιο ύπουλο κατάφερε να καταστρέψει με τα χρόνια, ιδέες, αξίες, όνειρα, συνειδήσεις και το κύρος του Έλληνα πολίτη.
Και όλα αυτά προς όφελος των λίγων μαύρων λύκων που έγιναν πολλοί, άλλοι μικρότεροι άλλοι μεγαλύτεροι, αλλά πάντα λύκοι, αρπαχτικά που δεν έδειξαν έλεος.
Είναι ο φυσικός νόμος που ο λύκος θέλει να φάει τα πρόβατα και όσο και αν φώναζαν οι λίγοι τσοπάνηδες «λύκος - λύκος στο μαντρί» κανένας δεν το πίστευε. Βλέπεις είχαν τον τρόπο, απλώθηκαν, άλλοι δεξιά άλλοι αριστερά, άλλοι στο κέντρο. Περικύκλωσαν τη χώρα και κανένας δεν μπορούσε πια να κάνει το παραμικρό, έδιναν νόστιμο χορτάρι σε όποιον έκανε παράπονο. Εξαφάνισαν τα τσοπανόσκυλα και έταξαν στους βοσκούς μαντριά γεμάτα πρόβατα αν ακολουθούσαν το δικό τους παραμύθι.
Και ήρθε μια μέρα που η καλή νεραΐδα αποφάσισε να ξυπνήσει τα ελληνικά προβατάκια. Το παραμύθι είχε άδοξο τέλος.
Η τρόικα επέβαλε «τιμωρίες». Οι λύκοι ταραγμένοι και εγκλωβισμένοι προσπαθούν να σωθούν. Δεν είχαν υπολογίσει τη δύναμη που μπορεί να έχουν τα ξύπνια πρόβατα, ούτε περίμεναν ποτέ πως θα βγουν από το λήθαργο τους. Τώρα τα πρόβατα μαζεύονται σε πλατείες και ποιος ξέρει αν θα πουν κάτι ή αν έχουν χάσει για πάντα τη φωνή τους. Αλήθεια ποίος θα σώσει τη χώρα;
«Βλέπουμε τους αετούς να πετούν ψηλά μόνοι τους, ενώ τα πρόβατα μαζεύονται σε κοπάδια.»
(Philip Sidnay)