Διασχίζοντας το φανάρι μέσα στο τσούρμο που κατευθυνόταν προς τις αποβάθρες, σκεφτόμουν τη θάλασσα για να νιώσω καλύτερα. (Οι περισσότεροι από εμάς αν και σε «αναμμένα κάρβουνα» ετοιμαζόμαστε για τις ολιγοήμερες βουτιές, μπας και δροσίσουμε τη μισό-καμένη «γούνα» μας.)
Όταν το μετρό σταμάτησε μπροστά μου, συνειδητοποίησα πως είναι το μόνο που κινείται ελεύθερα σ ’αυτή τη πόλη τελικά.
Εκκίνηση …. η πόρτα άνοιξε και ο αγώνας για μια θέση (όχι ακόμα στον ήλιο) είχε αρχίσει, ενώ οι περισσότεροι άτυχοι ακούμπησαν τη πλάτη όπου βρήκαν.
Είναι αρκετά νωρίς το πρωί… και πώς γίνεται όλοι να δείχνουν κουρασμένοι, λες και τη προηγούμενη νύχτα δεν είχε κοιμηθεί κανείς τους… Άρχισα να τους παρατηρώ….
Οι κάπως ηλικιωμένοι ήταν θλιμμένοι από τη μειωμένη σύνταξη, μάλλον.
Σε κάποιων άλλων το βλέμμα έβλεπες τη παλιά και όμορφη Αθήνα του τότε…
Κάποιες γυναίκες που είχαν αφήσει τα παιδιά τους σε κάποια νταντά, μάλλον σκέφτονταν πως θέλουν ακόμα είκοσι χρόνια για να πάρουν σύνταξη.
Ιδιωτικοί υπάλληλοι και μη, δε χαμογελούσαν μετά το πάγωμα των μισθών. Στα μάτια τους έβλεπες όλα εκείνα τα απλήρωτα δάνεια. Και τι θα πουν το Σεπτέμβρη στα παιδιά τους που πέρασαν για σπουδές στην επαρχία; (Κάποτε ήταν αβέβαιο το μέλλον του νέου, τώρα το μέλλον είναι αβέβαιο σε κάθε ηλικία.)
Λίγοι ήταν εκείνοι που έβλεπες στο βλέμμα τους χαρά.
Ξαφνικά ακούστηκαν παιδικές φωνές. Προσπάθησα να δω ανάμεσα στα σώματα των μεγάλων. Τα παιδιά που μόλις είχαν μπει στο βαγόνι κατάφεραν να αλλάξουν στο λεπτό το βαρύ κλίμα που υπήρχε.
Με είδαν που κοιτούσα και άρχισαν να γελούν!!!
Ήταν ώρα να κατέβω. Φτάνοντας στο τζάμι της πόρτας (που παίρνει ρόλο καθρέφτη) σκέφτηκα πώς να δείχνει άραγε και το δικό μου πρόσωπο στα μάτια των άλλων.
Δε πρόλαβα να δω, η συρόμενη πόρτα άνοιξε και κάποιοι βιαστικοί πίσω μου με έσπρωξαν απότομα μπροστά. Είχα φτάσει Σύνταγμα βγήκα από στο φώς και κοίταξα τη Βουλή «…και έζησαν αυτοί καλά και εμείς χειρότερα….»
Χρονογράφημα στο περιοδικό "Πολιτικά Θέματα" 15/07/2010