Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018

Η Ελένη ~ Γιάννης Ρίτσος [ 1972]

H φωτογραφία από τη θεατρική παράσταση "Η Ελένη" στο Θέατρο Τέχνης με τον Βασίλη Παπαβασιλείου 

(Από μακριά κιόλας φαινόταν η φθορά — ασοβάντιστοι τοίχοι, πεσμένοι· ξεθωριασμένα παραθυρόφυλλα· τα κάγκελα του μπαλκονιού σκουριασμένα. Μια κουρτίνα σάλευε έξω απ’ το παράθυρο του πάνω πατώματος, κιτρινισμένη, κουρελιασμένη στο κάτω μέρος. Όταν πλησίασε, —δισταχτικός πάντα,— η ίδια εγκατάλειψη στον κήπο: θρασεμένα φυτά, σαρκώδη φύλλα, ακλάδευτα δέντρα· τα σπάνια λουλούδια πνιγμένα στις τσουκνίδες· τα σιντριβάνια χωρίς νερό, μουχλιασμένα· στα ωραία αγάλματα λειχήνες. Μια σαύρα ακινητούσε ανάμεσα στο στήθος μιας νεαρής Αφροδίτης, ζεσταμένη απ’ τις τελευταίες ακτίνες του ηλιογέρματος. Πόσα χρόνια πριν. Ήταν πολύ νέος τότε· — είκοσι δύο; εικοσιτριώ; Κι εκείνη; Ποτέ δεν μπορούσες να ξέρεις, — ήταν τόσο το φέγγος που ανάδινε, —σε τύφλωνε· σε διαπερνούσε·— δεν ήξερες πια τί ήταν, αν ήταν, αν ήσουν. Χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Άκουσε απέξω το κουδούνισμα, πολύ μοναχικό, μέσα σ’ ένα γνωστό του χώρο, άγνωστα τώρα διαρρυθμισμένο, με άγνωστες διακλαδώσεις, σε σκοτεινά χρώματα. Αργούσαν ν’ ανοίξουν. Κάποιος έσκυψε απ’ το πάνω παράθυρο. Δεν ήταν αυτή. Μια υπηρέτρια, — πολύ νέα. Σα να γέλασε. Έφυγε απ’ το παράθυρο. Αργούσαν πάλι. Ύστερα βήματα στη μέσα σκάλα. Ξεκλείδωσαν την πόρτα. Ανέβηκε. Μια μυρωδιά από σκόνη, σάπιους καρπούς, στεγνή σαπουνάδα, ούρα. Από δω. Κρεβατοκάμαρα. Ντουλάπα. Μετάλλινος καθρέφτης. Δυο σαραβαλιασμένες σκαλιστές πολυθρόνες. Τσίγκινο τραπεζάκι με φλιτζάνια του καφέ κι αποτσίγαρα. Κι εκείνη; Όχι, όχι, — δεν είναι δυνατόν. Γριά — γριά — εκατό, διακόσω χρονώ. Πριν από πέντε ακόμη χρόνια — Όχι, όχι, Το σεντόνι τρύπιο. Εκεί, ασάλευτη· καθιστή στο κρεβάτι· καμπουριασμένη. Μόνο τα μάτια της —— ακόμη πιο μεγάλα, αυταρχικά, διεισδυτικά, άδεια).
Ναι, ναι, — εγώ είμαι. Κάτσε λίγο. Κανένας πια δεν έρχεται. Κοντεύω
να ξεχάσω τα λόγια. Κι ούτε χρειάζονται. Πλησιάζει θαρρώ το καλοκαίρι·
σαλεύουν αλλιώς οι κουρτίνες —κάτι θέλουν να πουν,— ανοησίες. Η μια τους
έχει βγει κιόλας έξω απ’ το παράθυρο, τραβιέται, να σπάσει τους κρίκους,
να φύγει πάνω απ’ τα δέντρα, —ίσως κιόλας να ζητάει να τραβήξει
ολόκληρο το σπίτι κάπου αλλού— μα το σπίτι αντιστέκεται μ’ όλες τις γωνιές του
και μαζί του κι εγώ, παρότι νιώθω, εδώ και μήνες, ελευθερωμένη
απ’ τους νεκρούς μου κι απ’ τον ίδιο τον εαυτό μου· κι αυτή μου η αντίσταση,
ακατανόητη, αθέλητη, ξένη, είναι το μόνο δικό μου — ο δεσμός μου
με τούτο το κρεβάτι, με τούτη την κουρτίνα· — είναι κι ο φόβος μου, σα να κρατιέμαι
ολόσωμη απ’ αυτό το δαχτυλίδι με τη μαύρη πέτρα πού φοράω στο δείχτη.
Αυτή την πέτρα περιεργάζομαι τώρα, σε απέραντες ώρες, μέσα στη νύχτα —
μαύρη, χωρίς ανταύγειες — μεγαλώνει, μεγαλώνει, γεμίζει
μαύρα νερά, — τα νερά πλημμυρίζουν, ψηλώνουν· βουλιάζω,
όχι στον κάτω βυθό, σ’ έναν επάνω βυθό· από κει πάνω
διακρίνω χαμηλά την κάμαρά μου, εμένα, τη ντουλάπα, τις δούλες
να διαπληκτίζονται άφωνες· βλέπω τη μια ανεβασμένη
σ’ ένα σκαμνί να καθαρίζει το τζάμι απ’ τη φωτογραφία της Λήδας
με ύφος τραχύ, εκδικητικό· βλέπω το ξεσκονόπανο ν’ αφήνει
μιαν ουρά σκόνη από λεπτές φυσαλίδες πού ανεβαίνουν και σπάζουν
με σιωπηλό μουρμουρητό γύρω στους αστραγάλους μου ή στα γόνατά μου.
Βλέπω κι εσένα μ’ ένα πρόσωπο εμβρόντητο, αμήχανο, τεθλασμένο
απ’ τις αργές κινήσεις του μαύρου νερού, — πότε φαρδαίνει, πότε επιμηκύνεται το πρόσωπό σου
με κίτρινες ραβδώσεις. Τα μαλλιά σου σαλεύουν προς τα πάνω
σαν ανάστροφη μέδουσα. Μα υστέρα λέω: «είναι μονάχα μια πέτρα,
μια μικρή, πολύτιμη πέτρα». Όλο το μαύρο συστέλλεται τότε,
στεγνώνει κι εντοπίζεται σ’ έναν ελάχιστο κόμπο, — τον νιώθω
εδώ, λίγο πιο κάτω απ’ το λαρύγγι μου. Και νά με πάλι
στην κάμαρά μου, στο κρεβάτι μου, πλάι στα γνωστά μου φιαλίδια
που με κοιτούν ένα ένα κατανεύοντας· — είναι οι μόνοι βοηθοί μου
στην αγρύπνια, στο φόβο, στη θύμηση, στη λησμοσύνη, στο άσθμα.
Εσύ τι κάνεις; Είσαι πάντα στο στρατό; Να προσέχεις. Μη σκοτίζεσαι τόσο
για ηρωισμούς, για αξιώματα και δόξες. Τί να τα κάνεις; Σου βρίσκεται ακόμα
κείνη η ασπίδα όπου είχες χαραγμένη τη μορφή μου; Ήσουν αστείος
με την ψηλή σου περικεφαλαία και τη μεγάλη της ουρά, — τόσο νέος,
τόσο συνεσταλμένος, σα να ’χες κρυμμένο το ωραίο πρόσωπό σου
στα πισινά πόδια ενός αλόγου κι η ουρά του κρεμόταν ώς κάτω
στη γυμνή ράχη σου. Μη θυμώνεις ξανά. Μείνε λιγάκι ακόμα.
Πέρασε πια ο καιρός των ανταγωνισμών· στερέψανε οι επιθυμίες·
ίσως μπορούμε τώρα να κοιτάξουμε μαζί το ίδιο σημείο της ματαιότητας
όπου, θαρρώ, πραγματοποιούνται οι μόνες σωστές συναντήσεις —έστω αδιάφορες,
μα πάντα πραϋντικές— η νέα κοινότητα μας, έρημη, ήσυχη, άδεια,
χωρίς μετακινήσεις κι αντιθέσεις, — ν’ αναδεύουμε μόνο τη στάχτη στο τζάκι,
φτιάχνοντας πότε πότε με τη στάχτη ψηλόλιγνες, ωραίες τεφροδόχες,
ή, καθισμένοι κατάχαμα, να χτυπάμε το χώμα με άηχες παλάμες.
Λίγο λίγο τα πράγματα χάσαν τη σημασία τους, αδειάσαν· άλλωστε
μήπως είχαν ποτέ τους καμιά σημασία; — χαλαρωμένα, κούφια·
εμείς τα γεμίζαμε με άχυρο ή πίτουρο, να πάρουν σχήμα,
να πυκνώσουν, να στεριώσουν, να σταθούν, — τα τραπέζια, οι καρέκλες,
τα κρεβάτια που πάνω τους πλαγιάζαμε, τα λόγια· — πάντοτε κούφια
σαν τα πανένια σακούλια, σαν τις λινάτσες των έμπορων· —
απόξω κιόλας ξεχωρίζεις τα προϊόντα που περιέχουν
πατάτες ή κρεμμύδια, στάρι, καλαμπόκι, μύγδαλα ή αλεύρι.
Καμιά φορά, πιάνεται το τσουβάλι σε μια πρόκα στη σκάλα
ή στο γάντζο μιας άγκυρας κάτω στο λιμάνι, γίνεται μια τρύπα,
ξεχύνεται το αλεύρι — ένα ανόητο ποτάμι. Το τσουβάλι αδειάζει.
Το αλεύρι το μαζεύουν οι φτωχοί με τις φούχτες τους, να φτιάξουν
τίποτα πίτες ή κουρκούτι. Το τσουβάλι σωριάζεται. Κάποιος
το σηκώνει απ’ τις δυο κάτω γωνιές του· το τινάζει στον αέρα·
ένα σύννεφο άσπρη σκόνη τον τυλίγει· ασπρίζουν τα μαλλιά του·
ασπρίζουν προπάντων τα φρύδια του. Οι άλλοι τον κοιτάζουν.
Τίποτα δεν καταλαβαίνουν· περιμένουν ν’ ανοίξει το στόμα, να μιλήσει.
Αυτός δε μιλάει. Διπλώνει το τσουβάλι στα τέσσερα· φεύγει
έτσι άσπρος, ανεξήγητος, αμίλητος, σα μεταμφιεσμένος
σαν ένας λάγνος γυμνός σκεπασμένος μ’ ένα σεντόνι,
ή σαν πανούργος νεκρός, αναστημένος μες στα σάβανά του.
Καμιά, λοιπόν, σημασία στα γεγονότα ή στα πράγματα· — το ίδιο κι οι λέξεις, παρότι
Μμ’ αυτές ονοματίζουμε όπως όπως κείνα που μας λείπουν ή εκείνα
που ποτέ μας δεν τα ’δαμε —τα αέρινα, που λέμε, τα αιώνια·—
λέξεις αθώες, παραπλανητικές, παρηγορητικές, διφορούμενες πάντα
μες στην εκζητημένη τους ακρίβεια· — τί θλιβερή ιστορία,
δίνοντας όνομα σε μια σκιά, λέγοντάς το τη νύχτα στην κλίνη
με το σεντόνι ανεβασμένο στο λαιμό, κι ακούγοντάς το οι ανόητοι να θαρρούμε
ότι κρατάμε το σώμα, μας κρατάει, ότι κρατιόμαστε στον κόσμο.
Τώρα ξεχνώ τα πιο γνωστά μου ονόματα ή τα συγχέω μεταξύ τους —
Πάρις, Μενέλαος, Αχιλλέας, Πρωτέας, Θεοκλύμενος, Τεύκρος,
Κάστωρ και Πολυδεύκης— οι αδελφοί μου, ηθικολόγοι· αυτοί, νομίζω,
έγιναν άστρα — έτσι λένε, — οδηγοί καραβιών· — Θησέας, Πειρίθους,
Ανδρομάχη, Κασσάνδρα, Αγαμέμνων, — ήχοι, μόνον ήχοι
χωρίς παράσταση, χωρίς το είδωλό τους γραμμένο σ’ ένα τζάμι,
σ’ έναν μετάλλινο καθρέπτη ή στα ρηχά, στ’ ακρογιάλι, όπως τότε
μιαν ήσυχη μέρα με λιακάδα, με πολλά κατάρτια, όταν η μάχη
είχε κοπάσει, και το τρίξιμο των βρεγμένων σκοινιών στις τροχαλίες
κρατούσε τον κόσμο ψηλά, σαν τον κόμπο ενός λυγμού σταματημένον
μέσα σ’ ένα κρυστάλλινο λαρύγγι — κι έβλεπες τον κόμπο να σπιθίζει, να τρέμει
χωρίς να γίνεται κραυγή, και ξαφνικά όλο το τοπίο με τα καράβια,
τους ναύτες και τ’ αμάξια, βούλιαζε μέσα στο φως και στην ανωνυμία.
Ένα άλλο βούλιαγμα τώρα, πιο βαθύ, πιο σκοτεινό, — από κει μέσα
ανεβαίνουν κάτι ήχοι πότε πότε, — όταν χτυπούσαν τα σφυριά στο ξύλο
καρφώνοντας μια νέα τριήρη στο μικρό ναυπηγείο· όταν περνούσε
ένα μεγάλο τέθριππο στον πέτρινο δρόμο, συνεχίζοντας τους χτύπους
απ’ το ρολόι της Μητρόπολης σε άλλη διάρκεια, σάμπως οι ώρες
να ’ταν πολύ πιο πολλές από δώδεκα και σάμπως τα άλογα
να γύριζαν μες στο ρολόι ώσπου κουράζονταν· ή, κάποια νύχτα,
που τραγουδούσαν κάτω απ’ τα παράθυρά μου δυο όμορφοι νέοι
ένα τραγούδι για μένα, χωρίς λόγια· — ο ένας ήταν μονόφθαλμος· ο άλλος
φορούσε μια μεγάλη πόρπη στη ζώνη του — γυάλιζε στο φεγγάρι.
Οι λέξεις τώρα δε μου ’ρχονται από μόνες τους· — τις ψάχνω, σα να μεταφράζω
από μια γλώσσα που δεν ξέρω, — ωστόσο μεταφράζω. Ανάμεσα στις λέξεις,
ή και μέσα στις λέξεις, μένουν τρύπες βαθιές· κοιτάω μέσ’ απ’ αυτές τις τρύπες
σα να κοιτάω μες απ’ τους ρόζους που έχουν πέσει απ’ τα σανίδια μιας πόρτας
κατάκλειστης, καρφωμένης εδώ και αιώνες. Τίποτα δε βλέπω.
Όχι πια λέξεις και ονόματα· κάτι ήχους μονάχα ξεχωρίζω· — ένα ασημένιο κηροπήγιο
ή ένα κρυστάλλινο ανθογυάλι ηχεί από μόνο του και ξαφνικά σωπαίνει
κάνοντας πως δεν ξέρει τίποτα, πως δεν κουδούνισε αυτό, πως κανένας
δεν το ’χε αγγίξει, πως κανένας δεν πέρασε πλάι του. Ένα φόρεμα
σωριάζεται μαλακά απ’ την καρέκλα στο πάτωμα, μεταθέτοντας
την προσοχή απ’ τον προηγούμενο ήχο στην απλότητα του τίποτα. Ωστόσο
η ιδέα μιας σιωπηλής συνωμοσίας, παρότι διαλυμένη στον αέρα,
επιπλέει πυκνωμένη σ’ ένα επίπεδο πιο πάνω, σχεδόν σταθμητή,
τόσο που αισθάνεται το χάραγμα των ρυτίδων να βαθαίνει πλάι στα χείλη σου
απ’ αυτήν ακριβώς την παρουσία ενός παρείσακτου που παίρνει τη θέση σου
μεταβάλλοντας εσένα σε παρείσακτο, εδώ στο κρεβάτι σου, στην κάμαρά σου.
Ω, αυτή η ξενιτιά μας μέσα στα ίδια μας τα ρούχα που παλιώνουν,
μες στο ίδιο μας το δέρμα που ζαρώνει· ενώ τα δάχτυλά μας
δεν μπορούν πια να σφίξουν, να κρατήσουν τριγύρω στο κορμί μας
ούτε καν την κουβέρτα, που ανυψώνεται μόνη, διαλύεται, φεύγει, αφήνοντάς μας
ακάλυπτους μπροστά στο κενό. Και τότε η κιθάρα, κρεμασμένη στον τοίχο,
ξεχασμένη από χρόνια, με χορδές σκουριασμένες, αρχίζει να τρέμει
έτσι που τρέμει το σαγόνι μιας γριάς απ’ το κρύο ή απ’ το φόβο, και πρέπει
να βάλεις πάνω στις χορδές την παλάμη σου, να σταματήσεις
το μεταδοτικό τους ρίγος. Μα δε βρίσκεις το χέρι σου, δεν έχεις χέρι,
κι ακούς μες στο στομάχι σου πως είναι το δικό σου σαγόνι που τρέμει.
Σε τούτο το σπίτι ο αγέρας έχει γίνει βαρύς κι ανεξήγητος, ίσως
από τη φυσικότητα της παρουσίας των νεκρών. Μια κασέλα
ανοίγει μόνη της, βγαίνουν παλιά φορέματα, θροΐζουν, στήνονται όρθια,
σεργιανούν σιγανά· δυο χρυσά κρόσσια μένουν στο χαλί·· ένα παραπέτασμα
παραμερίζει· —δε φαίνεται κανείς— κι όμως είναι· ένα τσιγάρο
καίγεται μόνο του μες στο σταχτοδοχείο με μικρές διακοπές· — εκείνος
που το ’χει αφήσει εκεί, βρίσκεται στ’ άλλο δωμάτιο, σαν κάπως αδέξιος,
με την πλάτη γυρισμένη, κοιτώντας στον τοίχο, πιθανόν μιαν αράχνη
ή μια κηλίδα υγρασίας, — έτσι προς τον τοίχο, για να μην ξεχωρίζει
το σκοτεινό βαθούλωμα κάτω από τα προτεταμένα ζυγωματικά του.
Οι νεκροί πια δε μας πονούν, — κι είναι παράξενο — δεν είναι;—
όχι για κείνους τόσο, όσο για μας, — αυτή η ουδέτερη οικειότητά τους
μ’ έναν χώρο που τους έχει αρνηθεί και που αυτοί δε συνεισφέρουν
στα έξοδα της συντήρησής του είτε στην έγνοια της φθοράς του,
αυτοί, συντελεσμένοι κι αμετάβλητοι, μόνον σαν κάπως πιο μεγάλοι.
Αυτό ’ναι κάποτε που μας ξενίζει — η υπερτροφία του αμετάβλητου
κι η σιωπηλή τους αυτάρκεια — όχι αγέρωχη, διόλου· δεν πασχίζουν
να σου επιβάλλουν την ανάμνησή τους, να σου είναι αρεστοί. Οι γυναίκες
αφήνουν χαλαρή την κοιλιά τους, πεσμένες τις κάλτσες τους· παίρνουν
απ’ τ’ ασημένιο κουτί τις καρφίτσες· τις καρφώνουν μία μία
σε δυο κανονικές παρατάξεις στο βελούδο του καναπέ· μετά, τις μαζεύουν
και ξαναρχίζουν πάλι με την ίδια ευγενική προσοχή. Κάποιος πανύψηλος
έρχεται απ’ το διάδρομο· — το μέτωπό του χτυπάει πάνω στην πόρτα·
αυτός δεν κάνει κανένα μορφασμό — κι ούτε ακούστηκε χτύπος, καθόλου.
Ναι, τόσο ανόητοι κι αυτοί σαν κι εμάς· μονάχα πιο ήσυχοι. Ένας άλλος
σηκώνει το χέρι του επίσημα, σα να ’ναι να ευλογήσει κάποιον,
κόβει ένα κρύσταλλο απ’ τον πολυέλαιο, το φέρνει στο στόμα του
απλά, σα γυάλινο καρπό, — θαρρείς θα το μασήσει, θα βάλει σε κίνηση πάλι
μια λειτουργία ανθρώπινη· — όχι· το κρατάει ανάμεσα στα δόντια
έτσι να λάμπει το κρύσταλλο με μάταιες λάμψεις. Μια γυναίκα
παίρνει απ’ το στρογγυλό λευκό βαζάκι την κρέμα του προσώπου
με έμπειρη κίνηση των δύο δακτύλων της, και γράφει
στο τζάμι του παράθυρου δυο παχιά κεφαλαία —κάτι σαν Ε και Θ·—
ο ήλιος ζεσταίνει το τζάμι, η κρέμα λιώνει, στάζει στον τοίχο —
κι αυτό δε θέλει να σημαίνει τίποτα — δυο λιπαρά, σύντομα αυλάκια.
Δεν ξέρω γιατί μένουν δω μέσα οι νεκροί, χωρίς τη συμπάθεια κανενός· δεν ξέρω τί θέλουν
και τριγυρνούν στις κάμαρες με τα καλά τους ρούχα, τα καλά τους παπούτσια
βερνικωμένα, αρυτίδωτα, κι αθόρυβα ωστόσο σα να μην πατάνε κάτω.
Πιάνουν τον τόπο, ξαπλώνουν όπου τύχει, στις δυο κουνιστές πολυθρόνες,
χάμου στο πάτωμα ή μέσα στο λουτρό· ξεχνούν τη βρύση να στάζει·
ξεχνούν τα μοσκοσάπουνα να λιώνουν στο νερό. Οι υπηρέτριες,
καθώς περνούν ανάμεσά τους, σκουπίζοντας με τη μεγάλη σκούπα,
δεν τους αντιλαμβάνονται. Μονάχα, κάποτε, το γέλιο μιας δούλας
μοιάζει σαν κάπως στενεμένο — δεν πετάει ψηλά, δεν φεύγει απ’ το παράθυρο,
όμοιο πουλί δεμένο απ’ το πόδι με σπάγγο, που κάποιος το τραβάει προς τα κάτω.
Και, τότε, οι δούλες οργίζονται ανεξήγητα μαζί μου, πετάνε τη σκούπα
εδώ, καταμεσής στην κάμαρά μου, μπαίνουν στην κουζίνα· — τις ακούω
να ψήνουν σε μεγάλα μπρίκια καφέ, να χύνουν τη ζάχαρη χάμου —
η ζάχαρη τρίζει κάτω απ’ τα παπούτσια τους· η μυρωδιά του καφέ
περνάει απ’ το διάδρομο, πλημμυρίζει το σπίτι, κοιτιέται στον καθρέφτη
σαν ένα πρόσωπο κουτό, μελαχρινό, αναιδές, με αχτένιστα τσουλούφια,
με δυο ψεύτικα γαλάζια σκουλαρίκια· φυσάει στον καθρέφτη το χνότο της,
θαμπώνει το γυαλί. Νιώθω τη γλώσσα μου να ψάχνει μες στο στόμα μου·
νιώθω πως έχω ακόμη σάλιο. «Έναν καφέ κι εμένα», φωνάζω στις δούλες·
«έναν καφέ», (μόνο καφέ ζητώ· δε θέλω τίποτ’ άλλο). Εκείνες
κάνουν πως δεν ακούν. Ξαναφωνάζω πάλι και πάλι
χωρίς πίκρα ή οργή. Δεν απαντούν. Τις ακούω να ρουφούν τον καφέ τους
απ’ τα δικά μου πορσελάνινα φλιτζάνια με το χρυσό περιστόμιο
και τα λεπτά, μενεξεδένια ανθάκια. Σωπαίνω και κοιτάζω
κείνη τη σκούπα ριγμένη στο πάτωμα σαν το άκαμπτο πτώμα
εκείνου του ψηλού, λιγνού μαναβόπουλου, που, εδώ και χρόνια,
μου ’δειχνε ανάμεσα στα κάγκελα του κήπου το μεγάλο φαλλό του.
Ω, ναι, γελάω καμιά φορά, κι ακούω το γέλιο μου βραχνό ν’ ανεβαίνει
όχι απ’ το στήθος πια, πολύ πιο κάτω, απ’ τα πόδια· πιο κάτω,
μέσ’ απ’ τη γης. Και γελάω. Πώς ήταν δίχως νόημα όλα,
δίχως σκοπό και διάρκεια και ουσία — πλούτη, πόλεμοι, δόξες και φθόνοι,
κοσμήματα και η ίδια η ομορφιά μου.
Τί ανόητοι θρύλοι,
κύκνοι και Τροίες και έρωτες κι ανδραγαθίες.
Συνάντησα πάλι
σε πένθιμα, νυχτερινά συμπόσια τους παλιούς εραστές μου, με άσπρα γένια,
με άσπρα μαλλιά, με κοιλιές ογκωμένες, σα να ’ταν
έγκυοι κιόλας απ’ το θάνατό τους, να καταβροχθίζουν με μια ξένη βουλιμία
τα ψημένα τραγιά, χωρίς να κοιτάζουν τη σπάλα —τί να κοιτάξουν;—
μια επίπεδη σκιά τη γέμιζε όλη με ελάχιστες άσπρες κηλίδες.
Εγώ, όπως ξέρεις, διατηρούσα ακόμη την παλιά ομορφιά μου
σαν από θαύμα (αλλά και με βαφές, με βότανα και με πομάδες,
χυμούς λεμονιών κι αγγουρόνερο). Τρόμαζα μόνο να βλέπω στη μορφή τους
το πέρασμα και των δικών μου χρόνων. Έσφιγγα τότε τους μυώνες της κοιλιάς μου,
έσφιγγα μ’ ένα ψεύτικο χαμόγελο τα μάγουλά μου, σάμπως
να στέριωνα μ’ ένα φτενό δοκάρι δυο ετοιμόρροπους τοίχους.
Έτσι περίκλειστη, σφιγμένη, τεντωμένη —τί κούραση, θε μου,—
κάθε στιγμή σφιγμένη (και στον ύπνο ακόμη) σαν μέσα
σε μια παγερή πανοπλία ή σ’ έναν ξύλινο ολόσωμο κορσέ, σαν μέσα
σ’ έναν δικό μου Δούρειο Ίππο, απατηλό, στενό, ξέροντας κιόλας
το άσκοπο της απάτης και της αυταπάτης, το άσκοπο της φήμης,
το άσκοπο και το πρόσκαιρο της κάθε νίκης.
Πριν από λίγους μήνες,
με το χαμό του αντρός μου, (μήνες τάχα ή χρόνια;) παράτησα για πάντα
τον Δούρειο Ίππο μου, κάτω στο στάβλο, μαζί με τα γέρικα άλογά του,
να σεργιανάνε μέσα του οι αράχνες κι οι σκορπιοί. Δε βάφω πια τα μαλλιά μου.
Μεγάλες κρεατοελιές φυτρώσανε στο πρόσωπό μου. Χοντρές τρίχες
μου ζώσανε το στόμα — τις πιάνω· δεν κοιτιέμαι στον καθρέφτη —
άγριες τρίχες, μακριές, — σαν κάποιος άλλος να θρονιάστηκε εντός μου,
ένας αδιάντροπος, κακόβουλος άντρας, και τα δικά του γένια
βγαίνουν απ’ το δικό μου δέρμα. Τον αφήνω· —τί να κάνω;—
φοβάμαι μήπως αν τον έδιωχνα, θα ’σερνε πίσω του και μένα.
Μη φύγεις. Μείνε λίγο ακόμα. Έχω τόσον καιρό να μιλήσω.
Κανείς δεν έρχεται πια να με δει. Βιαστήκαν όλοι να φύγουν.
Το ’δα στα μάτια τους — βιαζόνταν όλοι να πεθάνω. Δεν κυλάει ο χρόνος.
Οι δούλες με μισούν. Ακούω τις νύχτες να μου ανοίγουν τα συρτάρια,
να παίρνουν τις δαντέλες, τα κοσμήματα, τα χρυσά τάλαντα· — ποιός ξέρει
αν θα μ’ αφήσαν κάνα φόρεμα της προκοπής για μια ώρα ανάγκης
και κάνα ζευγάρι παπούτσια. Τα κλειδιά μού τα πήραν κι εκείνα
κάτω απ’ το μαξιλάρι μου· — δε σάλεψα διόλου· έκανα πως κοιμόμουν —
έτσι κι αλλιώς μια μέρα θα τα παίρναν· — ας μην ξέρουν τουλάχιστο πως ξέρω.
Τί θα γινόμουν αν δεν είχα κι αυτές; «Υπομονή, υπομονή», λέω·
«υπομονή», — κι είναι κι αυτό σαν μια ελάχιστη νίκη, την ώρα
που αυτές διαβάζουν τις παλιές επιστολές των θαυμαστών μου
ή τα ποιήματα που μου ’χαν αφιερώσει μεγάλοι ποιητές· — τα διαβάζουν
με ηλίθιο στόμφο και με λάθη πολλά στην προφορά, στους τονισμούς, στο μέτρο
και στο συλλαβισμό· — δεν τις διορθώνω. Κάνω πως δεν ακούω. Άλλοτε πάλι
σχεδιάζουν με το μαύρο κραγιόν των φρυδιών μου μεγάλα μουστάκια
στα αγάλματά μου, ή τους φορούν στο κεφάλι ένα παμπάλαιο κράνος
ή το δοχείο της νυκτός. Τις κοιτάζω γαλήνια. Αυτές θυμώνουν.
Μια μέρα, που ένιωσα κάπως καλύτερα, τις παρακάλεσα πάλι
να μου βάψουν το πρόσωπο. Μου το ’βαψαν. Ζήτησα έναν καθρέφτη.
Το ’χαν βαμμένο πράσινο, με μαύρο στόμα. «Ευχαριστώ», τους είπα,
σα να μην είδα τίποτα παράδοξο. Εκείνες γελούσαν. Η μια τους
γδύθηκε ολότελα μπροστά μου, ντύθηκε τα χρυσά μου πέπλα, κι έτσι
γυμνόποδη με τα χοντρά της πόδια, άρχισε να χορεύει,
πήδησε πάνω στο τραπέζι — ξέφρενη· χόρευε, υποκλίνονταν
μιμούμενη τάχα τις παλιές μου κινήσεις. Ψηλά, στο μηρό της
είχε μια δαγκωνιά από δυνατά, κανονικά, αντρίκεια δόντια.
Εγώ τις κοίταζα σα να ’μουν στο θέατρο· — καθόλου ταπείνωση ή θλίψη
ούτε αγανάκτηση — πρός τί; Μονάχα επαναλάβαινα βαθιά μου:
«μια μέρα θα πεθάνουμε», ή μάλλον: «μια μέρα θα πεθάνετε» · κι αυτό
ήταν μια βέβαιη εκδίκηση και φόβος και παρηγοριά. Κοιτούσα
κατάματα το καθετί, με μια απερίγραπτη, απαθή καθαρότητα, σάμπως
να ’ταν τα μάτια μου ανεξάρτητα από μένα· κοιτούσα τα μάτια μου τα ίδια
να στέκουν ένα μέτρο μακριά απ’ το πρόσωπό μου, σαν τα τζάμια
ενός απόμακρου παράθυρου, που πίσωθέ τους κάποιος άλλος
κάθεται και παρατηρεί ό,τι γίνεται σ’ έναν άγνωστο δρόμο
με κλειστά καφενεία, φωτογραφεία, αρωματοπωλεία,
κι είχα την αίσθηση πως ένα ωραίο κρυστάλλινο φιαλίδιο
έσπασε, και το μύρο χύθηκε στη σκονισμένη προθήκη. Όσοι περνούσαν
κοντοστεκόνταν αόριστα, οσμίζονταν τον αέρα, κάτι αγαθό θυμούνταν
κι ύστερα χάνονταν πίσω απ’ τις πιπεριές ή στο βάθος του δρόμου.
Στιγμές στιγμές, το άρωμα αυτό το νιώθω ακόμη — δηλαδή το θυμάμαι·
παράξενο δεν είναι; — αυτά που λέμε συνήθως μεγάλα, διαλύονται, σβήνουν —
ο φόνος του Αγαμέμνονα, η σφαγή της Κλυταιμνήστρας (μου ’χαν στείλει
απ’ τις Μυκήνες ένα ωραίο της περιδέραιο, φτιαγμένο
από μικρές, χρυσές προσωπίδες, ενωμένες με κρίκους
στο πάνω μέρος των αυτιών τους — δεν το φόρεσα διόλου). Ξεχνιούνται·
κάτι άλλα μένουν, επουσιώδη, ασήμαντα· — θυμάμαι που είδα μια μέρα
ένα πουλί καθισμένο στη ράχη ενός αλόγου· κι αυτό το ανεξήγητο
σα να εξηγούσε (ιδιαίτερα σε μένα) κάποιο μυστήριο.
Θυμάμαι ακόμα, παιδί, στις όχθες του Ευρώτα, πλάι στις ζεστές πικροδάφνες,
τον ήχο από ’να δέντρο που ξεφλουδιζόταν μόνο του· οι φλούδες
πέφτανε μαλακά μες στο νερό, πλέαν σαν τριήρεις, ξεμακραίναν,
κι εγώ περίμενα, σώνει και καλά, μια μαύρη πεταλούδα με πορτοκαλιές ραβδώσεις
να κάτσει σε μια φλούδα, απορημένη που, ενώ μένει ακίνητη, κινείται,
κι αυτό με διασκέδαζε που οι πεταλούδες, αν και έμπειρες του αέρα,
δεν έχουν ιδέα από ταξίδια στο νερό κι από κωπηλασίες. Και ήρθε.
Είναι κάτι παράξενες στιγμές, μοναχικές, σχεδόν αστείες. Ένας άνθρωπος
περπατάει μεσημεριάτικα φορώντας στο κεφάλι του μια καλαθούνα· το καλάθι
του κρύβει ολάκερο το πρόσωπο σα να ’ναι ακέφαλος ή μεταμφιεσμένος
μ’ ένα τεράστιο αόμματο, πολυόμματο κεφάλι. Ένας άλλος,
καθώς σεργιανάει ρεμβαστικά στο σούρουπο, σκοντάφτει κάπου, βλαστημάει,
γυρίζει πίσω, ψάχνει· — μια ελάχιστη πέτρα· τη σηκώνει· την ασπάζεται· τότε
θυμάται να κοιτάξει ολόγυρά του· απομακρύνεται ένοχα. Μια γυναίκα
χώνει το χέρι της στην τσέπη της· δε βρίσκει τίποτα· βγάζει το χέρι της,
το υψώνει, το παρατηρεί προσεχτικά, σα χνοτισμένο από την πούδρα του άδειου.
Ένα γκαρσόνι έχει σφαλίσει μες στη φούχτα του μια μύγα — δεν την πιέζει·
ένας πελάτης τον φωνάζει· ξεχάστηκε· ξεσφίγγει τη φούχτα του· η μύγα
πετάει ψηλά, κάθεται στο ποτήρι. Ένα χαρτί κυλάει στο δρόμο
δισταχτικά, με πολλές παύσεις, χωρίς να επισύρει
την προσοχή κανενός, — κι αυτό του αρέσει. Μα πάλι, κάθε τόσο,
αφήνει ένα τρίξιμο ιδιαίτερο, που το διαψεύδει· σα να γυρεύει τώρα
κάποιον αδέκαστο μάρτυρα για τη σεμνή, μυστική του πορεία. Κι όλα τούτα
έχουν μια έρημη, ανεξήγητη ομορφιά κι ένα βαθύτατο πόνο
από δικές μας, ξένες κι άγνωστες, χειρονομίες — δεν έχουν;
Τα άλλα, σα να μην ήταν τίποτα — χάθηκαν. Άργος, Αθήνα, Σπάρτη,
Κόρινθος, Θήβα, Σικυών, — σκιές ονομάτων· τα μιλάω· ηχούν σαν βουλιαγμένα
μες στο ασυντέλεστο. Κάποιο χαμένο ευγενικό σκυλί στέκει
μπροστά στην προθήκη ενός φτηνού γαλατάδικου. Μια νέα περαστική το κοιτάζει·
αυτό δεν αποκρίνεται· η σκιά του απλώνεται στο πεζοδρόμιο μεγάλη.
Δεν έμαθα ποτέ μου το γιατί. Κι ούτε υπάρχει θαρρώ. Μένει μονάχα
αυτή η εξευτελιστική, εξαναγκασμένη (από ποιόν;) επιδοκιμασία
καθώς γνέφουμε «ναι» με το κεφάλι, σα να χαιρετούμε κάποιον
με απίστευτη δουλοφροσύνη, ενώ κανείς δεν περνάει, κανείς δεν είναι.
Θαρρώ πως κάποιος άλλος μού αφηγήθηκε, με ολότελα άχρωμη φωνή, ένα βράδυ,
τα περιστατικά της ζωής μου· κι εγώ νύσταζα· μέσα μου ευχόμουν
να σταματήσει επιτέλους· να μπορέσω να κλείσω τα μάτια,
να κοιμηθώ. Κι όσο μιλούσε, για να κάνω κάτι, ν’ αντιστέκομαι στον ύπνο,
μετρούσα ένα ένα τα κρόσσια απ’ το σάλι μου, ρυθμίζοντας το μέτρημα
πάνω σ’ ένα κουτό, παιδιάστικο τραγούδι της τυφλόμυγας, ωσότου
να χάσει κάθε νόημα απ’ την επανάληψη. Μα ο ήχος διατηρείται —
θόρυβοι, γδούποι, συρσίματα, — το βουητό της σιωπής, ένα παράταιρο κλάμα,
κάποιος ξύνει τον τοίχο με τα νύχια του, κάποιο ψαλίδι πέφτει στα σανίδια,
κάποιος βήχει· — η παλάμη στο στόμα του, μη και ξυπνήσει έναν άλλον
που κοιμάται μαζί του —ίσως το θάνατό του·— σταματάει· ύστερα πάλι
εκείνο το σπειροειδές βουητό από ’να άδειο πηγάδι, κλεισμένο.
Τις νύχτες ακούω που μεταφέρουν οι δούλες τα μεγάλα έπιπλά μου·
τα κατεβάζουν απ’ τη σκάλα, — ένας καθρέφτης, κρατημένος σα φορείο,
δείχνει τα φαγωμένα γύψινα στολίδια απ’ το ταβάνι· ένα τζάμι
χτυπάει στα κάγκελα — δεν έσπασε· το παλιό πανωφόρι στην κρεμάστρα
σηκώνει μια στιγμή τα αδειανά χέρια του, τα ξαναχώνει στις τσέπες·
οι μικρές ρόδες απ’ τα πόδια των καναπέδων τρίζουν στο πάτωμα. Νιώθω
εδώ στον αγκώνα μου το γδάρσιμο του τοίχου απ’ τη γωνιά της ντουλάπας
ή απ’ τη γωνιά του μεγάλου σκαλιστού τραπεζιού. Τί θα τα κάνουν; «Γεια σας», λέω
σχεδόν μηχανικά, σα ν’ αποχαιρετώ έναν επισκέπτη, ξένο πάντα. Μονάχα
εκείνη η αόριστη βοή που αργοπορεί στο διάδρομο σαν απ’ το κέρας
ξεπεσμένων αρχόντων κυνηγών, μες στο απόβροχο, σ’ ένα καμένο δάσος.
Αλήθεια, πόσα πράγματα άχρηστα, με πόση απληστία συναγμένα· —
φράζαν το χώρο — δεν μπορούσαμε να σαλέψουμε· τα γόνατά μας
χτυπούσαν σε ξύλινα, πέτρινα, μετάλλινα γόνατα. Ω, βέβαια, θα πρέπει
πολύ να γεράσουμε, πολύ, ώσπου να γίνουμε δίκαιοι, να φτάσουμε εκείνη
την ήμερη αμεροληψία, τη γλυκιά ανιδιοτέλεια στις συγκρίσεις, στις κρίσεις,
όταν δικό μας πια μερτικό δεν υπάρχει σε τίποτα πάρεξ σ’ αυτή την ησυχία.
Α, ναι, πόσες ανόητες μάχες, ηρωισμοί, φιλοδοξίες, υπεροψίες,
θυσίες και ήττες και ήττες, κι άλλες μάχες, για πράγματα που κιόλας
ήταν από άλλους αποφασισμένα, όταν λείπαμε εμείς. Και οι άνθρωποι, αθώοι,
να χώνουν τις φουρκέτες των μαλλιών μες στα μάτια τους, να χτυπούν το κεφάλι
στον πανύψηλο τοίχο, γνωρίζοντας βέβαια πως ο τοίχος δεν πέφτει
ούτε ραγίζει καν, να δουν τουλάχιστον μες από μια χαραμάδα
λίγο γαλάζιο ασκίαστο απ’ το χρόνο και τη σκιά τους. Ωστόσο —ποιός ξέρει—
ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να αρχίζει
η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε, κι η ομορφιά του ανθρώπου
ανάμεσα σε σκουριασμένα σίδερα και κόκαλα ταύρων και αλόγων,
ανάμεσα σε πανάρχαιους τρίποδες όπου καίγεται ακόμα λίγη δάφνη
κι ο καπνός ανεβαίνει ξεφτώντας στο λιόγερμα σα χρυσόμαλλο δέρας.
Μείνε λιγάκι ακόμη. Βράδιασε. Το χρυσόμαλλο δέρας που λέγαμε — Ω, η σκέψη
έρχεται αργά σ’ εμάς τις γυναίκες — ξεκουράζει κάπως. Αντίθετα, οι άντρες
δε σταματούν ποτέ τους να σκεφτούν, — ίσως φοβούνται· ίσως δε θέλουν
να δουν κατάματα το φόβο τους, να δουν την κούρασή τους, να ξεκουραστούνε —
δειλοί, ματαιόδοξοι, πολυάσχολοι, προχωρούν στο σκοτάδι. Τα ρούχα τους
μυρίζουν πάντα καπνό από μια πυρκαγιά που πλάι της ή μέσα της
είχαν περάσει χωρίς να το ξέρουν. Γδύνονται γρήγορα· ρίχνουν
τα ρούχα τους στο πάτωμα· πέφτουν στην κλίνη. Όμως και το ίδιο τους το σώμα
μυρίζει καπνό, — τους ναρκώνει. Μες στο τρίχωμα του στήθους τους
έβρισκα, σαν κοιμόνταν πια, κάτι λεπτά, καμένα φύλλα
ή κάτι πούπουλα σταχτόμαυρα από πουλιά σκοτωμένα. Τότε
εγώ τα μάζευα και τα φυλούσα σε μια κασετίνα — τα μόνα σημάδια
μιας μυστικής επαφής· — ποτέ δεν τους τα ’δειξα · — δε θα τ’ αναγνώριζαν.
Κάποιες στιγμές, ω, ναι, ήταν ωραίοι — έτσι γυμνοί, παραδομένοι στον ύπνο,
εντελώς απροσποίητοι, αφημένοι, με τα μεγάλα, δυνατά σώματά τους
υγρά, μαλακωμένα, σαν θορυβώδη ποτάμια που κυλήσαν
από ψηλά βουνά σε γαλήνια πεδιάδα, ή σαν παιδιά εγκαταλειμμένα. Τότε
τους αγαπούσα πράγματι, σα να τους γέννησα εγώ. Παρατηρούσα τα μακριά ματόκλαδά τους
κι ήθελα να τους πάρω μέσα μου για να τους προφυλάξω, ή έτσι
να ζευγαρώσω μ’ ολόκληρο το σώμα τους. Κοιμόταν. Κι ο ύπνος σού επιβάλλει
το σεβασμό, γιατί ’ναι τόσο σπάνιος. Πάνε κι αυτά. Ξεχαστήκαν.
Όχι πως δε θυμάμαι πια, — θυμάμαι ακόμα· μονάχα που οι αναμνήσεις
δεν είναι πια συγκινημένες, —δε μας συγκινούν— απρόσωπες, γαλήνιες,
καθαρές ώς τις πιο ματωμένες γωνιές τους. Μόνον μία
κρατάει ακόμη έναν αγέρα γύρω της, ανασαίνει.
Κείνο το δείλι,
τριγυρισμένη απ’ τις ατελείωτες κραυγές των πληγωμένων,
απ’ τις ψιθυριστές κατάρες των γερόντων και το θαυμασμό τους, μέσα
στη μυρωδιά ενός γενικού θανάτου που, στιγμές στιγμές, λαμπύριζε
πάνω σε μιαν ασπίδα ή στην αιχμή ενός δόρατος ή στη μετόπη
ενός αμελημένου ναού η στον τροχό ενός άρματος, — ανέβηκα μόνη
στα ψηλά τείχη και σεργιάνισα,
μόνη, ολομόναχη, ανάμεσα
σε Τρώες και Αχαιούς, νιώθοντας τον αγέρα να κολλάει επάνω μου
τα λεπτά πέπλα μου, να ψαύει τις θηλές μου, να κρατάει το σώμα μου ακέριο
ντυμένο κι ολόγυμνο, μόνο με μια φαρδιά, ασημένια ζώνη
που ανέβαζε τα στήθη μου ψηλά —
έτσι ωραία, ανέγγιχτη, δοκιμασμένη,
την ώρα που μονομαχούσαν οι δυο αντεραστές μου και κρινόταν η τύχη
του πολυχρόνιου πολέμου· —
μήτε που είδα να κόβεται ο ιμάντας
από την περικεφαλαία του Πάρη, — μάλλον μια λάμψη απ’ το χαλκό της είδα,
μια λάμψη κυκλική, καθώς ο άλλος την περιέστρεφε οργισμένος
επάνω απ το κεφάλι του — ένα ολόφωτο μηδέν.
Δεν άξιζε διόλου να κοιτάξεις· —
την έκβαση την είχαν απ’ τα πριν ρυθμίσει οι θεϊκές βουλές· κι ο Πάρης,
δίχως τα σκονισμένα του σαντάλια, θα βρισκόταν σε λίγο στην κλίνη,
λουσμένος απ’ τα χέρια της θεάς, να με προσμένει μειδιώντας,
κρύβοντας τάχα μ’ ένα ρόδινο τσιρότο μια ψεύτικη ουλή στο πλευρό του.
Δεν κοίταξα άλλο· ούτε άκουγα σχεδόν τις πολεμόχαρες κραυγές τους —
εγώ, ψηλά, στα τείχη, πάνω απ’ τα κεφάλια των θνητών, αέρινη, σάρκινη,
χωρίς ν’ ανήκω σε κανένα, χωρίς να ’χω κανενός την ανάγκη,
σα να ’μουν (ανεξάρτητη εγώ) ολόκληρος ο έρωτας, — ελεύθερη
από το φόβο του θανάτου και του χρόνου, μ’ ένα άσπρο λουλούδι στα μαλλιά μου,
μ’ ένα λουλούδι ανάμεσα στα στήθη μου, κι ένα άλλο στα χείλη να μου κρύβει
το χαμόγελο της ελευθερίας.
Μπορούσαν
κι από τις δυο πλευρές να με τοξεύσουν.
Έδινα στόχο
βαδίζοντας αργά πάνω στα τείχη, σχεδιασμένη ακέρια
στον χρυσοπόρφυρο ουρανό της εσπέρας.
Κρατούσα τα μάτια κλεισμένα
για να ευκολύνω μια εχθρική χειρονομία τους — γνωρίζοντας στο βάθος
ότι κανείς δεν θα τολμούσε. Τα χέρια τους τρέμαν απ’ το θάμβος
της ομορφιάς και της αθανασίας μου —
(ίσως τώρα μπορώ να προσθέσω:
δεν τον φοβόμουν το θάνατο, γιατί τον ένιωθα πολύ μακριά μου).
Τότε
πέταξα απ’ τα μαλλιά μου κι απ’ τα στήθη μου τα δυο λουλούδια· — το τρίτο
το κρατούσα στο στόμα μου — τα πέταξα απ’ τις δυο πλευρές του τείχους
με μια κίνηση ολότελα ανεξίθρησκη.
Και τότε οι άντρες, μέσα κι έξω,
ριχτήκαν ο ένας του άλλου, αντίπαλοι και φίλοι, για ν’ αρπάξουν
εκείνα τα λουλούδια, να μου τα προσφέρουν — τα δικά μου λουλούδια. Δεν είδα
τίποτ’ άλλο μετά, — μονάχα πλάτες σκυμμένες, σάμπως όλοι
να ’ταν γονατιστοί στη γης, όπου στέγνωνε το αίμα απ’ τον ήλιο· — ίσως κιόλας
να ποδοπάτησαν εκείνα τα λουλούδια.
Δεν είδα.
Είχα κινήσει τα χέρια,
είχα υψωθεί στα νύχια των ποδιών, κι αναλήφθηκα
αφήνοντας να πέσει απ’ τα χείλη μου και το τρίτο λουλούδι.
Αυτό μου μένει ακόμη — κάτι σαν ανταμοιβή, σαν απόμακρη δικαίωση, κι ίσως
αυτό να μείνει, λέω, κάπου, στον κόσμο — μια στιγμιαία ελευθερία,
φανταστική, βέβαια, κι αυτή — παιχνίδι της τύχης και της άγνοιάς μας. Οι γλύπτες,
σ’ αυτή τη στάση ακριβώς (όσο θυμόμουν), δοκίμασαν να φτιάξουν
τα τελευταία αγάλματά μου· — και βρίσκονται ακόμη στον κήπο·
θα τα ’δες μπαίνοντας. Καμιά φορά, κι εγώ (σαν είναι οι δούλες στις καλές τους
και με κρατούν απ’ τις μασκάλες να με πάνε ώς εκείνη την καρέκλα
μπροστά στο παράθυρο), τα βλέπω. Λάμπουν στον ήλιο. Μια άσπρη ζέστα
ανεβαίνει απ’ τα μάρμαρα ώς εδώ. Δε συλλογιέμαι πιο πέρα. Σε λίγο
με κουράζει κι αυτό. Προτιμώ να κοιτάζω ένα κομμάτι δρόμο
όπου δυο τρία παιδιά παίζουν με μια πανένια μπάλα, ή κάποιο κορίτσι
που κατεβάζει ένα καλάθι, δεμένο με σκοινί, απ’ τ’ αντικρινό μπαλκόνι.
Κάποτε οι δούλες με ξεχνούν εκεί. Δεν έρχονται να με βάλουν ξανά στο κρεβάτι.
Και μένω όλη νύχτα να κοιτάζω ένα παλιό ποδήλατο, σταθμευμένο
μπροστά στη φωτισμένη τζαμαρία ενός καινούργιου ζαχαροπλαστείου,
ώσπου σβήνουν τα φώτα, ή εγώ αποκοιμιέμαι στο περβάζι. Κάθε τόσο
θαρρώ πως με ξυπνάει ένα άστρο που γλιστράει στο διάστημα
όπως στο σάλιο απ’ το ανοιχτό, ξεδοντιασμένο στόμα ενός γέρου.
Τώρα
έχουν καιρό να με φέρουν στο παράθυρο. Μένω εδώ στο κρεβάτι
καθιστή ή πλαγιασμένη, — αυτό το μπορώ. Για να περνάει η ώρα
πιάνω το πρόσωπό μου —ένα πρόσωπο ξένο·— το αγγίζω, το ψαύω, μετράω
τις τρίχες, τις ρυτίδες, τις κρεατοελιές· — ποιός είναι μέσα
σε τούτο το πρόσωπο;
Κάτι στυφό ανεβαίνει στο λαιμό μου — η ναυτία κι ο φόβος,
ο ηλίθιος φόβος, θε μου, μήπως χάσουμε κι αυτή τη ναυτία. Μείνε ακόμη —
μπαίνει λιγάκι φως απ’ το παράθυρο — θ’ ανάψανε τους φανοστάτες έξω στο δρόμο.
Δε θα ’θελες να σημάνω το κουδούνι, να σου φέρουν κάτι; — λίγο βύσσινο
ή λίγο νεραντζάκι, — ίσως να μένει κάτι στα μεγάλα βάζα
ζαχαρωμένο πια, πηγμένο — αν, βέβαια, κάτι έχουν αφήσει
οι λαίμαργες δούλες. Τα τελευταία χρόνια, καταπιανόμουν μονάχη
με τα γλυκίσματα — τί άλλο να κάνεις;
Ύστερα απ’ την Τροία, —η ζωή μας στη Σπάρτη
πολύ πληχτική— σωστή επαρχία: Όλη μέρα κλεισμένοι μες στα σπίτια,
ανάμεσα στα στριμωγμένα λάφυρα τόσων πολέμων· κι οι μνήμες,
ξέθωρες κι ενοχλητικές, να σέρνονται ξοπίσω σου, μες στον καθρέφτη
όταν χτενίζεις τα μαλλιά σου, ή μέσα στην κουζίνα, να προβαίνουν
μέσ’ απ’ τους λιπαρούς ατμούς της χύτρας· και ν’ ακούς με το νερό που κοχλάζει
κάτι δαχτυλικούς εξάμετρους από κείνη την Τρίτη Ραψωδία
ενώ ένας πετεινός φωνάζει παράταιρα, κάπου σιμά, απ’ το κοτέτσι του γειτόνου.
Την ξέρεις δα τη μονότονη ζωή μας. Ώς κι οι εφημερίδες
ίδιες στο σχήμα, στο μέγεθος, στους τίτλους, — δεν τις διαβάζω πια. Κάθε τόσο
σημαίες στα μπαλκόνια, εθνικές τελετές, στρατιωτικές παρελάσεις
σαν κουρντισμένες· — μόνο το ιππικό διατηρούσε κάτι το αυτοσχέδιο,
κάτι προσωπικό — εξαιτίας των αλόγων ίσως. Σηκωνότανε σύννεφο η σκόνη·
κλείναμε τα παράθυρα· — να κάθεσαι ύστερα να ξεσκονίζεις ένα ένα
βάζα, κουτάκια, κορνίζες, πορσελάνινα αγαλμάτια, καθρέφτες, μπουφέδες.
Δεν πήγαινα πια στις τελετές. Γυρνούσε ο άντρας μου καταϊδρωμένος,
ριχνόταν στο φαΐ, χτυπώντας τα χείλια του, και μαζί αναμασώντας
παλιές, βαρετές δόξες και μνησικακίες ξεθυμασμένες. Εγώ παρατηρούσα
τα κουμπιά του γιλέκου του που πήγαιναν να σπάσουν — είχε πολύ παχύνει.
Κάτω από το πηγούνι του αναβόσβηνε μια φαρδιά, μελανόχρωμη κηλίδα.
Έπιανα τότε το δικό μου πηγούνι, συνεχίζοντας το φαΐ μου αφηρημένα,
νιώθοντας μες στη φούχτα μου τις κινήσεις της κάτω μου μασέλας
σα να ’ταν ξεκομμένη απ’ το κεφάλι μου και την κρατούσα γυμνή στην παλάμη.
Ίσως γι’ αυτό να πάχυνα κι εγώ. Δεν ξέρω. Όλοι φαινόνταν φοβισμένοι —
τους έβλεπα καμιά φορά πίσω απ’ τα τζάμια· — περπατούσαν με το πλάι
σα να κούτσαιναν κάπως, σα να κρύβαν κάτι κάτω απ’ τη μασκάλη. Το απόγευμα
οι καμπάνες σημαίνανε πένθιμα. Οι ζητιάνοι χτυπούσαν τις πόρτες. Στο βάθος,
η ασβεστωμένη πρόσοψη του Μαιευτηρίου, καθώς σουρούπωνε, φαινόταν πιο άσπρη,
πιο μακρινή κι ακατανόητη. Ανάβαμε γρήγορα τις λάμπες. Μεταποιούσα
κάνα παλιό φόρεμά μου. Ύστερα χάλασε κι η ραπτομηχανή· τη μεταφέραν
κάτω στα υπόγεια μαζί με κείνες τις παλιές, ρομαντικές ελαιογραφίες
όλο κοινότοπες μυθικές παραστάσεις — Αναδυόμενες, Αετούς και Γανυμήδες.
Έφυγαν ένας ένας οι παλιοί μας γνώριμοι. Λιγόστεψε και η αλληλογραφία.
μόνο σε τίποτα γιορτές, σε τίποτα γενέθλια, μια σύντομη κάρτα —
ένα στερεότυπο τοπίο του Ταϋγέτου με δαντελωτές κορφές, πολύ γαλάζιες,
ένα κομμάτι απ’ τον Ευρώτα με άσπρα βότσαλα και ροδοδάφνες,
ή τα ερείπια του Μυστρά με τις αγριοσυκιές. Μα το συχνότερο απ’ όλα
τηλεγραφήματα συλλυπητήρια. Κι απαντήσεις δεν έρχονταν. Ίσως
στο μεταξύ να ’χε πεθάνει ο παραλήπτης — δε μαθαίναμε πιο πέρα.
Ο σύζυγός μου δεν ταξίδευε πια. Δεν άνοιγε βιβλίο. Τα τελευταία του χρόνια
είχε γίνει πολύ νευρικός. Κάπνιζε ατέλειωτα. Τις νύχτες σεργιανούσε
στο μεγάλο σαλόνι, με κείνες τις ξέφτιες καφετιές του παντόφλες
και τη μακριά νυχτικιά του. Κάθε μεσημέρι, στο τραπέζι, επανερχόταν
στην απιστία της Κλυταιμνήστρας ή στη δίκαιη πράξη του Ορέστη
σα να απειλούσε κάποιον. Ποιός νοιαζόταν; Δεν τον άκουγα καν. Ωστόσο
σαν πέθανε, μου ’λειψε πολύ, — μου λείψαν προπαντός εκείνες οι κουτές απειλές του,
σάμπως αυτές ακριβώς να μου ορίζαν μια θέση αμετάθετη στο χρόνο,
σάμπως αυτές να μ’ εμπόδιζαν να γεράσω.
Ονειρευόμουν τότε
τον Οδυσσέα, το ίδιο αγέραστον κι αυτόν, με το έξυπνο, τριγωνικό σκουφί του,
ν’ αργοπορεί το γυρισμό του, ο πολυμήχανος, — με τί προφάσεις ευφάνταστων κινδύνων,
ενώ αφηνόταν (τάχα ναυαγός) πότε στα χέρια μιας Κίρκης, πότε στα χέρια
μιας Ναυσικάς, να του βγάζουν τα στρείδια απ’ το στήθος, να τον λούζουν
με μικρά ρόδινα σαπούνια, να φιλούν την ουλή στο γόνατό του, να τον αλείβουν λάδι.
Θαρρώ πως έφτασε κι αυτός στην Ιθάκη· — θα τον κουκούλωσε, λέω, με τα φαντά της
η άχαρη χοντρή Πηνελόπη. Δεν πήρα από τότε μήνυμά του —
μπορεί και να τα σκίζουν οι δούλες, — τί χρειάζονται πια; Οι Συμπληγάδες
μεταφερθήκαν κάπου αλλού, σ’ ένα χώρο πιο μέσα — τις νιώθεις
ασάλευτες, μαλακωμένες — πιο τρομερές από πριν, — δε συνθλίβουν,
πνίγουν σ’ ένα πηχτό, μαύρο ρευστό — δε γλιτώνει κανένας.
Μπορείς να φύγεις τώρα. Νύχτωσε. Νυστάζω, — να κλείσω τα μάτια,
να κοιμηθώ, να μη βλέπω ούτε έξω ούτε μέσα, να ξεχάσω
το φόβο του ύπνου και το φόβο του ξύπνου. Δεν μπορώ. Πετάγομαι πάνω —
φοβάμαι μήπως δεν ξαναξυπνήσω. Μένω άγρυπνη, ν’ ακούω
απ’ το σαλόνι το ροχαλητό των υπηρετριών, τις αράχνες στους τοίχους,
τις κατσαρίδες μέσα στην κουζίνα, ή τους νεκρούς να ρουθουνίζουν
με βαθιές εισπνοές, σα να κοιμούνται τάχα, σα να ’χουν ησυχάσει.
Χάνω και τους νεκρούς μου τώρα. Τους έχασα. Πάνε.
Καμιά φορά, περασμένα μεσάνυχτα, ακούγονται κάτω στο δρόμο
οι ρυθμικές οπλές απ’ τ’ άλογα μιας καθυστερημένης άμαξας, σα να επιστρέφει
από μια πένθιμη παράσταση κάποιου ετοιμόρροπου, συνοικιακού θεάτρου
με πεσμένους τους γύψους της οροφής, με ξεγδαρμένους τοίχους,
με μια τεράστια κόκκινη, ξεθωριασμένη αυλαία, κλεισμένη,
που ’χει μαζέψει απ’ τα πολλά πλυσίματα, και στο κενό που αφήνει κάτω
διακρίνονται ξυπόλυτα τα πόδια του μεγάλου φροντιστή ή του ηλεκτρολόγου
που ίσως τυλίγει σε ρολό ένα χάρτινο δάσος για να σβήσει τα φώτα.
Εκείνη η χαραμάδα μένει ακόμη φωτισμένη, ενώ στην πλατεία
έχουν απ’ ώρα σβήσει οι πολυέλαιοι και τα χειροκροτήματα. Στον αέρα
μένει βαριά η ανάσα της σιωπής, κι ο βόμβος της σιωπής κάτω
απ’ τ’ άδεια καθίσματα, μαζί με φλούδες από ηλιόσπορους και στριμμένα εισιτήρια,
με κάτι κουμπιά, ένα μαντίλι δαντελένιο, ένα κομμάτι κόκκινο σπάγγο.
… Κι εκείνη η σκηνή, πάνω στα τείχη της Τροίας, — να αναλήφθηκα τάχα στ’ αλήθεια
αφήνοντας να πέσει απ’ τα χείλη μου — ; Καμιά φορά δοκιμάζω και τώρα,
εδώ πλαγιασμένη στο κρεβάτι, ν’ ανοίξω τα χέρια, να πατήσω
στις μύτες των ποδιών — να πατήσω στον αέρα, — το τρίτο λουλούδι —
(Σώπασε. Έγειρε το κεφάλι πίσω. Ίσως κοιμήθηκε. Ο άλλος σηκώθηκε. Δεν είπε καληνύχτα. Είχε πια σκοτεινιάσει. Καθώς βγήκε στο διάδρομο, ένιωσε τις δούλες, κολλημένες στον τοίχο, να κρυφακούν. Δε σάλεψαν διόλου. Κατέβηκε τη μέσα σκάλα σα να κατέβαινε σ’ ένα βαθύ πηγάδι, έχοντας την αίσθηση πως δε θα ’βρισκε την πόρτα της εξόδου — καμιά πόρτα. Τα δάχτυλά του, συσπασμένα, έψαχναν κιόλας για το πόμολο. Φαντάστηκε μάλιστα πως τα χέρια του ήταν δυο πουλιά που ασθμαίναν από έλλειψη αέρα, ενώ ταυτόχρονα ήξερε πως τούτη η εικόνα δεν ήταν παρά η έκφραση αυτοσυμπάθειας που αντιπαραθέτουμε συνήθως σ’ έναν αόριστο φόβο. Άξαφνα ακούστηκαν φωνές επάνω. Ανάψανε τα ηλεκτρικά στη σκάλα, στο διάδρομο, στα δωμάτια. Ανέβηκε πάλι. Ήταν βέβαιος τώρα. Η γυναίκα καθιστή στο κρεβάτι, με τον αγκώνα ακουμπισμένο στο τσίγκινο τραπεζάκι, με το μάγουλο στην παλάμη. Οι υπηρέτριες έμπαιναν, έβγαιναν, θορυβούσαν. Κάποιος τηλεφωνούσε στο διάδρομο. Κατάφτασαν κι οι γειτόνισσες. «Αχ, αχ», κάναν, και κάτι κρύβαν κάτω απ’ τα φουστάνια τους. Και πάλι το τηλέφωνο. Ανέβαιναν κιόλας οι αστυφύλακες. Διώξαν τις δούλες και τις γειτόνισσες. Εκείνες πρόφτασαν κι αρπάξαν τα κλουβιά με το καναρίνια, κάτι γλάστρες μ’ εξωτικά φυτά, ένα τρανζίστορ, κάποια ηλεκτρική θερμάστρα. Η μια κρατούσε ένα μεγάλο χρυσό κάδρο. Βάλαν τη νεκρή σ’ ένα φορείο. Ο επικεφαλής σφράγισε το σπίτι —«ώς να βρεθούν οι κληρονόμοι», είπε,— αν και ήξερε πως κληρονόμοι δεν υπάρχουν. Θα ’μενε έτσι σφραγισμένο το σπίτι σαράντα μέρες, κι ύστερα τα υπάρχοντά του —όσα γλιτώσαν— θα βγαίνανε στον πλειστηριασμό προς όφελος του δημοσίου. "Για το Νεκροτομείο", είπε στον οδηγό. Το σκεπασμένο αυτοκίνητο ξεμάκρυνε. Μεμιάς εξαφανίστηκαν όλα. Απόλυτη σιωπή. Αυτός μόνος. Στράφηκε και κοίταξε. Είχε βγει το φεγγάρι. Φωτίζονταν αχνά τα αγάλματα του κήπου — τα αγάλματά της, μόνα, δίπλα στα δέντρα, έξω απ’ το σφραγισμένο σπίτι. Κι ένα ήσυχο, παραπλανητικό φεγγάρι. Πού θα πήγαινε τώρα;)


ΚΑΡΛΟΒΑΣΙ, ΣΑΜΟΣ, Μάιος – Αύγουστος 1970

Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου 2017

Οι Beatles στην Αράχοβα...

Είναι από αυτές τις φωτογραφίες που το σουρέαλ της κατάστασης -  οι Beatles το θρυλικότερο συγκρότημα όλων των εποχών δίπλα σε δύο παραδοσιακούς οργανοπαίκτες στην Αράχοβα -   δεν σε αφήνει να προσέξεις ότι κάτι δεν πάει καλά. Πενήντα χρόνια μετά από την απαθανάτιση της στιγμής, την "παραφωνία" μας την επισήμανε και μας την εξήγησε ο ίδιος ο φωτογράφος της, ο δικός μας θρυλικός φωτορεπόρτερ Αριστοτέλης Σαρρηκώστας. Ό άνθρωπος που φωτογράφησε το τανκ να γκρεμίζει την πύλη του Πολυτεχνείου και κάλυψε με τον φακό του πολέμους σε όλο τον πλανήτη έχει στο άλμπουμ του και την πρώτη φωτογραφία από τα Σκαθάρια στην Ελλάδα.
Καλοκαίρι του 1967, οι Beatles στις 25 Ιουνίου θα τραγουδήσουν για πρώτη φορά το μη ηχογραφημένο ακόμη All you need is love  στην τηλεόραση στην πρώτη ζωντανή δορυφορική σύνδεση σε ένα κοινό 400 εκατ. ανθρώπων σε 25 χώρες. Το τραγούδι που έγινε ο ύμνος των χίπις ήταν η τελευταία τους δουλειά πριν ξεκινήσουν να σχεδιάζουν τις διακοπές τους στην Ελλάδα. Όπως έγινε γνωστό χρόνια αργότερα, από τις βιογραφίες που έγραψαν μέλη του συγκροτήματος αλλά και άνθρωποι που βρίσκονταν κοντά τους εκείνη την εποχή, σκοπός του ταξιδιού αυτού ήταν η αγορά ενός ελληνικού νησιού. Ένα νησί όπου θα ήταν το ησυχαστήριο τους και θα μπορούσαν ανενόχλητοι να καπνίσουν μαριχουάνα και να ηχογραφούν τους δίσκους τους.

Ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας, συνεργαζόμενος φωτογράφος του Associated Press ήδη από το 1965, θα δεχθεί ένα τηλεφώνημα από τον ατζέντη των Beatles όπου θα τον ενημέρωνε για την ινκόγκνιτο έλευση τους στην Ελλάδα. "Μοναδική του παράκληση" όπως αναφέρει στο NEWS 24/7 σήμερα ο κύριος Αριστοτέλης "να είμαι όσο πιο διακριτικός γίνεται". Γνωρίζοντας ημερομηνία -22 Ιουλίου, ακριβώς 50 χρόνια πριν -  ο φωτογράφος περίμενε την πτήση τους από το Χίθροου στην αίθουσα VIP στο αεροδρόμιο του Ελληνικού έχοντας την μηχανή μέσα στην τσάντα του.
Εκείνη την εποχή που τα πράγματα ήταν πιο απλά και λιτά, και ακόμη και σταρ διεθνούς βεληνεκούς διέσχιζαν μία απόσταση ώσπου να φθάσουν στα αυτοκίνητα που τους περίμεναν, ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας εκμεταλλεύθηκε το φυσικό φως και πήρε μερικές λήψεις από τα αρχικά έκπληκτα "Σκαθάρια" που στην συνέχεια, έχοντας συνηθίσει, σε παρόμοιες καταστάσεις πορεύτηκαν προς τις δύο μαύρες λιμουζίνες που τους περίμεναν.

"Η πρώτη αυτή επαφή κράτησε περίπου 10 λεπτά. Προσπάθησα να είμαι όσο πιο διακριτικός γίνεται. Λίγο πριν αναχωρήσουν πλησιάζω τον Τζον Λένον και τον ρωτάω για τον επόμενο σταθμό τους. 'Ι have no idea' μου είπε λίγο ενοχλημένος". Η στιγμή αυτή της συζήτησης του Αριστοτέλη Σαρρηκώστα με τον Τζον Λέννον απαθανατίστηκε από τον συνάδελφο του Φώτη Φλώρο.
Δύο ημέρες αργότερα το τηλέφωνο στο πρακτορείο θα χτυπούσε πάλι. Ήταν ξανά ο ατζέντης ο οποίος αγχωμένος  έψαχνε τον "φωτογράφο του" καθώς είχε ξεχάσει να τον ενημερώσει για την πρώτη εξόρμηση των Beatles στην ηπειρωτική Ελλάδα. "Είμαστε στην Αράχοβα, μπορείς να έρθεις όσο πιο γρήγορα γίνεται" ήταν τα λόγια του.

"Εκείνη την εποχή είχα μια Alfa Romeo Giulia, δεν ξέρω και εγώ με τι ταχύτητα έτρεχα για να προφτάσω. Στην Αράχοβα τους πρόλαβα στην κυριολεξία την τελευταία στιγμή. Ένας τοπικός φωτογράφος, με μία Minolta αν θυμάμαι καλά, τους είχε στήσει και τους φωτογράφιζε ανάμεσα σε δύο παραδοσιακούς οργανοπαίκτες. Πήγα και τράβηξα και εγώ μια λήψη".

Ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας που απεχθάνεται όσο τίποτα άλλο τις στημένες φωτογραφίες αποφασίζει να πάρει πρωτοβουλία. " 'Do something' είπα και ενώ οι περισσότεροι τους ήταν αδιάφοροι ο Τζον Λένον, που ήταν σαφώς πιο ευδιάθετος, ευγενικός και φιλικός από την πρώτη μας συνάντηση, ανταποκρίνεται. Λίγοι το προσέχουν αλλά στην κιθάρα υπάρχουν τρία χέρια καθώς άπλωσε και αυτός το χέρι του μετά από την προτροπή μου".

"Πραγματικά δοξάζω τον Θεό που πρόλαβα να βγάλω αυτή την φωτογραφία που μέσω του Associated Press έκανε τον γύρο του κόσμου. Από ό,τι έμαθα στην συνέχεια πέρα από την Αράχοβα είχαν επισκεφθεί και άλλα κοντινά χωριά ζητώντας να ακούσουν παραδοσιακή ελληνική μουσική".
Μετά την Αράχοβα οι Βeatles συνέχισαν την περιπέτεια τους στα νησιά του Αιγαίου με το σχέδια για απόκτηση ελληνικού νησιού να ναυαγεί καθώς ήταν η εποχή που το πνεύμα τους δεν ήταν και τόσο καθαρό (σ.σ. ας μην μπούμε σε λεπτομέρειες).
- Φωτογραφίες: Αριστοτέλης Σαρρηκώστας / Αρχείο ΕΡΤ / Πηγή news247.gr

Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2017

Κάθε πρώτη του Σεπτέμβρη...


Ναι, το ξέρω και εγώ το ίδιο παθαίνω κάθε τέτοια εποχή.

Μια βαθιά μελαγχολία.

Είναι "η μελαγχολία του Σεπτέμβρη" όπως λένε, σαν εκείνη που παθαίνει κανείς τα απογεύματα της Κυριακής, τότε που νιώθει πως χάνεται ο κόσμος…

Κι όμως, το αύριο έρχεται και η Δευτέρα τελικά αποδεικνύεται η καλύτερη σου μέρα…

Κάθε τέτοια εποχή που έχεις την αίσθηση πως κάτι ξεκινάει και ποτέ δεν ξεκινά τίποτα.

Που έχει την αίσθηση πως κάτι σε περιμένει αλλά όλο αργεί να έρθει και εσύ ακόμα περιμένεις…
Είναι κι αυτό που έγραφε ο Καρούζος «εμείς όλο φεύγουμε, μα οι μήνες ολοένα ξανάρχονται»!

                Ευχές για Καλό Μήνα, αυτός μπορεί πράγματι να είναι μια νέα αρχή ! 
                                                              Το εύχομαι

Πέμπτη 20 Ιουλίου 2017

Στο δρόμο για το κοιμητήριο σαν... τη τρελή του φεγγαριού


Και ενώ με είχε πάρει ο ύπνος ξαφνικά ξυπνάω με την ανάγκη να ακούσω μουσική, πες το και "καλλιτεχνική διαστροφή" ή πες το ότι άλλο θες...
Πρώτη σκέψη Φλέρυ Νταντωνάκη, ίσως γιατί πριν λίγες μέρες , 18/07 γενέθλια μέρα, το διαδίκτυο κατακλύστηκα από φωτογραφίες και τραγούδια της! Λες το υποσυνείδητο να έβαλε μέσα μου κάποια περίεργη από εκείνες τις φωνές: ούτε ένα τραγούδι; Ούτε ένα άρθρο; Και την έχεις ως αγαπημένη σου; Ντροπή... 
Άνοιξα μια λευκή σελίδα, καιρό έχω να γράψω σκέφτηκα, η Φλέρυ Νταντωνάκη είναι ένας υπέροχος λόγος για μερικές σκέψεις....
Η τελευταία της λέξη ήταν "Πούστηδες", μαρτυρία ασθενών από το διπλανό κρεβάτι του νοσοκομείο Μεταξά σύμφωνα με τον Μάνο Λαμπράκη.  
Δεν ήξερε κανείς ποια είχαν δίπλα τους. Δεν ήξερε κανείς ποια σπουδαία φωνή είχαν δίπλα τους. 
Δεν έφταιγε που είχε παχύνει ή που είχε αλλάξει η όψη της. Δεν έφταιγε που ήταν 60 ετών και φαινόταν 80. Δεν την ήξεραν ουσιαστικά... Είχαν άγνοια καλλιτεχνική. 
Και αν με ρωτάς αν σήμερα την ξέρουν, φοβάμαι πως η απάντηση είναι πάλι όχι... 
Η Φλέρυ, άφησε την τελευταία της πνοή  τον Ιούλιο του 1998. Τα έξοδα ταφής ανέλαβε ο θετός γιος του Μάνου Χατζιδάκι και η μεγάλη ερμηνεύτρια αναπαύεται δίπλα στο Μάνο, στο κοιμητήριο της Παιανίας.
Ο ίδιος ο Μ. Λαπράκης αναφέρει πως στην τηλεφωνική επικοινωνία που είχαν οι παρεγγελιοδόχοι του μνήματος με τους μαρμαροτεχνίτες, κάποιος αντέγραψε λάθος του επίθετο της και ακόμα και σήμερα αν κάποιος επισκεφθεί, τον τάφο της Φλέρυς, το επίθετό της είναι ανορθόγραφο.

Αντί για "ΝΤΑΝΤΩΝΑΚΗ" γράφει "ΑΤΑΝΤΩΝΑΚΗ".

Με την πρώτη ευκαιρία θα πάω στο κοιμητήριο της Παιανίας, να περπατήσω ανάμεσα στα μνήματα να δω εκείνη την επιγραφή και να αναρωτηθώ ποιοι είναι πραγματικά οι νεκροί... στο πνεύμα τουλάχιστον.

Ακούστε τρία από τα ωραιότερα τραγούδια της ! 

Παρασκευή 26 Μαΐου 2017

Έξι μικρές ιστορίες για μια ευτυχισμένη ημέρα!


  • Κάποτε, όλοι οι χωρικοί αποφάσισαν να προσευχηθούν για να βρέξει. Την ημέρα της προσευχής, όλοι οι άνθρωποι συγκεντρώθηκαν, αλλά μόνον ένα αγόρι ήρθε με μια ομπρέλα.

Αυτό είναι ΠΙΣΤΗ.

  • Όταν πετάμε τα μωρά στον αέρα, γελούν, επειδή ξέρουν, ότι θα τα πιάσουμε.

Αυτό είναι ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ.

  • Κάθε βράδυ, πέφτουμε για ύπνο, χωρίς καμία βεβαιότητα, ότι, το επόμενο πρωΐ, θα είμαστε ζωντανοί, όμως εξακολουθούμε, να βάζουμε ξυπνητήρια, για να ξυπνήσουμε.

Αυτό είναι ΕΛΠΙΔΑ.

  • Σχεδιάζουμε μεγάλα πράγματα, για το αύριο, παρά την μηδενική γνώση, που έχουμε, για το μέλλον.

Αυτό είναι ΑΥΤΟΠΕΠΟΙΘΗΣΗ.

  • Βλέπουμε τον κόσμο να υποφέρει, αλλά, συνεχίζουμε να παντρευόμαστε και να γεννάμε παιδιά.

Αυτό είναι ΑΓΑΠΗ.

  • Στο πουκάμισο ενός υπερήλικα, ήταν γραμμένη η πρόταση: «Δεν είμαι 80 ετών. Είμαι γλυκά 16, με 64 χρόνια εμπειρίας».

Αυτή είναι ΣΤΑΣΗ (Νοοτροπία).

  • Όταν ήμουν παιδί, θεωρούσα, ότι η ώρα του μεσημεριανού υπνάκου ήταν τιμωρία. Τώρα, είναι σαν μίνι – διακοπές.

Οι καλοί φίλοι είναι σπάνια κοσμήματα της ζωής… Δύσκολο να τα βρούμε και αδύνατον να τα αντικαταστήσουμε.


 Γιάννης Γκανάσος


Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2017

Η τέχνη όταν δημιουργείται

«Η σιωπή των αμνών» και είναι ελάχιστοι όσοι γνωρίζουν τι κρύβει η πεταλούδα που υπάρχει στο στόμα της Τζόντι Φόστερ στην αφίσα της ταινίας.
Η νεκροκεφαλή που υπάρχει επάνω στην πεταλούδα, δεν είναι μία απλή και τυχαία εικόνα. Το 1951 ο Σαλβαδόρ Νταλί είχε την καλλιτεχνική ιδέα να δημιουργήσει το έργο «In Voluptas MORS” (Αισθησιασμός θανάτου), μαζί με τον φωτογράφο Φίλιπ Χάλσμαν και επτά γυναίκες μοντέλα.
*Στην Ρωμαϊκή Μυθολογία, η λέξη VOLUPTAS (ευχαρίστηση, ηδονή) αναφέρεται στην κόρη του Έρωτα και της Ψυχής.







Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016

Τα σάπια είναι… ανακυκλώσιμα


Εχθές το βράδυ, δεν λιποθύμησε απλώς ένα αγόρι, δεν κατέρρευσε μπροστά μας απλά και μόνο ένα παιδί που περίμενε όρθιο και τρεμάμενο, καρδιοχτυπώντας να του πουν τέσσερις άνθρωποι που ορίστηκαν ως «κριτές», αν «πέρασε»!
Κατέρρευσε ξανά η σάπια ελληνική βιομηχανία θεάματος.
Αυτή που ενώ σαπίζει αναβιώνει μέσα από την ίδια της τη σαπίλα, μια και τα σάπια είναι… ανακυκλώσιμα.
Κατέρρευσε και εκείνη η ελληνική νοοτροπία η οποία συντηρείται από συγγενείς, φίλους, παππούδες  και γιαγιάδες, να εκτεθεί δηλαδή κανείς στη δημοσιότητα ακόμα κι αν αυτή προκαλεί διάλυση…
Σκληρές και απάνθρωπες διαδικασίες οι οποίες εκμεταλλεύονται το ψώνιο, το πάθος ακόμα και το ταλέντο.
Και κάπως έτσι σταμάτησαν να αφήνουν να ανοίγει ο δρόμος προς τη δημοσιότητα χωρίς κάμερες και καλλιτεχνικές διαδικασίες οι οποίες δεν είναι καλλιτεχνικές, είναι ψυχολογικές.
Μακριά…

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2016

"Ἁη-Στράτης, Νοέμβρης 1950"

◌Στο μετρό της Στοκχόλμης, σε ένα από τα πιο όμορφα μετρό στον κόσμο, υπάρχει μια τοιχογραφία με τους στίχους του Γιάννη Ρίτσου! Είναι ένα μέρος του ποιήματος «Γράμμα στον Ζολιό - Κιουρί».

◌Το 1990 απονεμήθηκε στον Ρίτσο το μετάλλιο «Ζολιό - Κιουρί», ανώτατη διάκριση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης.

Ἁη-Στράτης, Νοέμβρης 1950

Ἀγαπημένε μου Ζολιό,
σοῦ γράφω ἀπό τόν Ἁη-Στράτη.
Βρισκόμαστε δῶ πέρα, κάπου τρεῖς χιλιάδες
ἄνθρωποι ἁπλοί, δουλευτάδες, γραμματιζούμενοι
μέ μιά τρύπια κουβέρτα στόν ὦμο μας
μ' ἕνα κρεμμύδι, πέντε ἐλιές κι ἕνα ξεροκόμματο φῶς στό ταγάρι μας
ἄνθρωποι ἁπλοί σάν τά δέντρα μπροστά στόν ἥλιο
ἄνθρωποι πού δέν ἔχουμε ἄλλο κρίμα στό λαιμό μας
ἐξόν μονάχα πού ἀγαπάμε ὅπως καί σύ
τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Ἀδελφέ μου Ζολιό,
κάμποσα χρόνια τώρα τριγυρνᾶμε
ἀπό ξερονήσι σέ ξερονήσι
κουβαλώντας στή ράχη μας τίς σκηνές μας
μήν προφταίνοντας νά στήσουμε τίς σκηνές μας
μήν προφταίνοντας νά στήσουμε δυό λιθάρια νά βάλουμε πάνου τό τσουκάλι μας
μήν προφταίνοντας νά ξυριστοῦμε καί νά καπνίσουμε μισό τσιγάρο στά γόνατα τῆς αὐγῆς.
Ἀπό προσκλητήριο σέ προσκλητήριο
ἀπό ἀγγαρεία σέ ἀγγαρεία
κουβαλώντας στίς τσέπες μας κάτι παλιές φωτογραφίες τῆς ἄνοιξης
- ὅσο πάει ξεθωριάζουν - δε γνωρίζονται -
θἆταν αὐτός ὁ κῆπος μας - πῶς ἦταν;
- πῶς εἶναι ἕνα στόμα πού λέει "σ' ἀγαπῶ" ;
πῶς εἶναι δυό χέρια πού ἀνεβάζουν στόν ὦμο τήν κουβέρτα σου
ὅταν ἐσύ κοιμᾶσαι μόνο μέ τό φρεσκοπλυμένο πουκάμισο τοῦ χαμόγελου; - δε θυμόμαστε.
Θυμόμαστε μονάχα
μιά φεγγερή φωνή μέσα στή νύχτα
μιά σιγανή φωνή νά λέει: λευτεριά καί εἰρήνη.
Ἔτσι ἀπό ξερονήσι σέ ξερονήσι
κουβαλώντας ἀπό λύπη σέ λύπη τό μπόγο μας
κουβαλώντας τήν καρδιά μας μέσα στό μπόγο μας
κουβαλώντας τήν πίστη μας μέσα στήν καρδιά μας
πολλές φορές δίχως ψωμί
πολλές φορές δίχως νερό
μ' ἁλυσσίδες στά χέρια
μήν προφταίνοντας νά πιάσουμε φιλία μ' ἕνα δέντρο ἤ μ' ἕνα παράθυρο
πάντα μ' ἁλυσσίδες στά χέρια
γιατί ἤμαστε κάτι ἄνθρωποι ἔτσι ἁπλοί
κάτι κεφάλια ἀγύριστα
πού ποτέ δέν ξεμάθαμε ν' ἀγαπᾶμε
ὅπως καί σύ, τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Περάσαμε πολύν καιρό στό Μακρονήσι
κοιμηθήκαμε μάγουλο μέ μάγουλο μέ τό θάνατο,
πολλοί ἀφήσανε κεῖ πέρα τά κόκκαλά τους
πολλοί ἀφήσανε τά πόδια τους καί τά χέρια τους
πολλοί τώρα περπατᾶνε μέ δεκανίκια
πολλοί δέν περπατᾶνε καθόλου
πολλοί φωνάζουν τίς νύχτες στόν ὕπνο τους
πολλοί δέν ἔχουν καθόλου μιλιά
πολλοί δέν μποροῦνε πιά νά δοῦν
πῶς σεργιανάει ἕνα σύγνεφο τήν τριανταφυλλιά θλίψη του στήν εὐγένεια τῶν βραδινῶν νερῶν
πολλοί δέν μποροῦνε πιά νά καταλάβουν τή φωνή τῆς μάνας -
τους κι ὅλο τό φταίξιμό μας ἦταν πού ἀγαπᾶμε
ὅπως καί σύ, τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Ἐκεί, Ζολιό, ἦταν πέτρες, πολλές πέτρες
μονάχα πέτρες μέ σφιγμένα δόντια
μονάχα φωνές πιό σκληρές ἀπ' τίς πέτρες
καί πληγές σιωπηλές σάν τίς πέτρες
καί μπότες πού χτυποῦσαν τίς πέτρες.
Τοῦτες τίς πέτρες κουβαλούσαμε στή ράχη μας,
τοῦτες τίς πέτρες σκάβαμε μέ τά νύχια μας.
Δέν ξέρω ἄν ἦταν οὐρανός - δέν ἦταν.
Μονάχα πέτρες, πολλές πέτρες,
κι ὅμως, Ζολιό, πάνου σ' αὐτές τίς πέτρες
ἀκούγαμε κρυφά τά βράδια,
μέ τ' ἀφτί κολλημένο στήν πληγή μας,
ἀκούγαμε νά σεργιανάει ἡ λευτεριά κ' ἡ εἰρήνη.
Βέβαια, Ζολιό, κάπου θά ὑπῆρχε ὁ ἀποσπερίτης
ξεφυλλίζοντας τή μαργαρίτα τοῦ πόνου ἀπ' τή λύπη τοῦ κόσμου,
καί βέβαια θά ὑπῆρχε - δέ βλέπαμε.
Ἀπ' ὅλες τίς μεριές ἤμασταν κλειδωμένοι
ἀπό παντοῦ μᾶς κοίταζαν μέ τά τυφλά τους μάτια τά ντουφέκια
ἀπό παντοῦ τά κλεφτοφάναρα ἄνοιγαν τρύπες στό σκοτάδι
παντοῦ μέσα σ' αὐτές τίς τρύπες καθόταν σταυροπόδι ὁ θάνατος - μᾶς κοίταζε -
ἀπάνου σ' ὅλες τίς σκοπιές οἱ φρουροί φώναζαν:
Ἄλτ, τίς εἶ; Ἄλτ, τίς εἶ; Ἄλτ, τίς εἶ;
Δέν ἦταν τίποτα
μονάχα ὁ φόβος τους -
δέν βλέπαν τίποτα
μονάχα τόν ἴσκιο τους -
ὅμως ἐμεῖς τό ξέραμε, Ζολιό,
κάτου ἀπ' τίς μαῦρες καμάρες πού ἄνοιγαν οἱ φωνές τους
ἐρχόνταν νά μᾶς ἀνταμώσουν συνωμοτικά
ἡ λευτεριά κι ἡ εἰρήνη.
Ζολιό,
ἦταν πικρό τό ψωμί πού γευτήκαμε
ἦταν πικρό νά ξημερώνει καί νά μή νοιάζεσαι νά πληθεῖς καί νά κοιτάξεις τόν ἥλιο
ἦταν πικρό νά βραδιάζει καί νά μή σέ γνωρίζει ἕνα ἀστέρι
ἦταν πικρό νά νυχτώνει δίχως νἄχεις ἕνα στίχο νά σταυρώσεις τό προσκέφαλό σου
ἦταν πικρό νά θέλουν νά πεθάνεις πρίν προφτάσεις νά πεῖς τό τραγούδι σου
ἦταν πικρό νἆναι τόσο ὄμορφη ἡ ζωή καί σύ νά πρέπει νά πεθάνεις
γιατί ἀγαπᾶς τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Οἱ νύχτες μας στάθηκαν πολύ βαριές
σάν ὅταν δέ σ' ἀφήνουνε νά πεῖς τήν ἀλήθεια
καί τό φεγγάρι κρεμόταν στόν οὐρανό
ὅπως κρέμεται ἡ τραγιάσκα τοῦ σκοτωμένου στό καρφί τῆς πόρτας
κι ὅταν βγάζαμε τά παπούτσια μας
καί μέσα στίς τσέπες μας καθόταν ὁ φόβος
καί μέσα στά νύχια μας καθόταν ὁ φόβος -
δέ λέω, Ζολιό, πολύ φοβόμαστε γιά μᾶς
μά πιότερο φοβόμαστε, Ζολιό,
γιά τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Πολλά τραβήξαμε, Ζολιό, πολλά,
πολλά τραβᾶμε,
νά κοιμόμαστε μέ τίς ἀρβύλες μας
νά μήν ἔχουμε νερό στήν κάψα τοῦ μεσημεριοῦ
νά μήν ἔχουμε γράμματα στήν παγωνιά τῆς νύχτας
νά μήν μποροῦμε ν' ἀκούσουμε τή σιωπή
ἀνάμεσα σέ δυό λόγια
ἀνάμεσα σέ δυό χέρια πού σφίγγονται
τή σιωπή λίγο πρίν ἀπ' τόν ὕπνο
τή σιωπή λίγο πιό ὕστερα ἀπ' τόν ἔρωτα
τή σιωπή ὅταν κλείνει ἕνα παντζούρι στή βροχή
τή σιωπή ὅταν ἀνοίγει ἕνα λουλούδι
ὅταν ἀνάβουμε τή λάμπα καί δέ λείπει κανένας
ὅταν σβήνουμε τή λάμπα καί λέμε "καληνύχτα"
τή σιωπή ὕστερ' ἀπ' τά χειροκροτήματα
ἐκείνη τή βαθιά, στοχαστική σιωπή
πού σχεδιάζει μέ τό δάχτυλο στό χῶμα τήν εὐτυχία τοῦ κόσμου
ὕστερ' ἀπ' τήν παρέλαση τῆς λευτεριᾶς καί τῆς εἰρήνης.
Ζολιό, μᾶς κυνηγᾶνε στήν πατρίδα μας
γιατί ἀγαπᾶμε πολύ τήν πατρίδα μας
γιατί ἀγαπᾶμε τοῦτες τίς γριοῦλες μας ἐλιές
μέ τά σταχτιά τσεμπέρια τους καί τό ρυτιδωμένο τους χαμόγελο
γιατί ἀγαπᾶμε τά βασανισμένα ἀμπέλια μας μέ τό θυμό τους καί τή λύπη τους
ἐτοῦτα τά σπασμένα μάρμαρα πού φέγγουνε τό βράδι τά φτωχά κατώφλια μας καί τά νυχτέρια μας
ἐτοῦτες τίς πορτοκαλιές πού ἀνάβουνε τά κίτρινα φανάρια τους πάνου ἀπό τά σκυμμένα μέτωπα
ἐτοῦτα τά πλατάνια πού κρατᾶν στούς ὤμους τους τόν ἥλιο καί τά χρόνια καί τά καριοφίλια
ἐτοῦτα δῶ τά χωματένια χέρια πού κρατᾶνε τήν τιμή τοῦ κόσμου.
Μᾶς κυνηγᾶνε, Ζολιό, γιατί δέ θέλουμε
νά βλαστημᾶν τό χῶμα μας οἱ ξένες μπότες
γιατί δέ θέλουμε, Ζολιό, νἆναι ἡ πατρίδα μας
ἔξω ἀπ' τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Τώρα ὅσο πάει λιγοστεύουν οἱ καρέκλες γύρω στό τραπέζι τοῦ σπιτιοῦ μας
κι εἶναι λυπημένες οἱ καρέκλες πάνου ἀπ' τόν ἴσκιο τους,
ὅταν βραδιάζει εἶναι μονάχες οἱ καρέκλες
κι ἡ φοινικιά εἶναι μονάχη στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ μας
βρέχει τή μοναξιά της πάνου στό χῶμα
κι ἡ μάνα μας εἶναι πιό μονάχη
ὅταν πλέκει τά τσουράπια κείνου πού λείπει
καί δέν ξέρει πώς κείνος πού λείπει εἶναι σκοτωμένος
καί καμιά γειτόνισσα δέν ἔρχεται νά νυχτερέψει μαζί της
γιατί φοβοῦνται οἱ ἄνθρωποι τίς μανάδες τῶν ἡρώων
(εἶδες, Ζολιό, πῶς καταντῆσαν τούς ἀνθρώπους;)
μονάχα ἀπ' τό περβάζι τοῦ παράθυρου
σκύβουν νά τήν καλησπερίσουν
οἱ δυό κουμπάρες της: ἡ λευτεριά κι ἡ εἰρήνη.
Ζολιό, ἐδῶ πέρα κάνουν τή ζωή πολύ δύσκολη
καί τό θάνατο πολύ εὔκολο.
Κι ὅμως ποτέ δέν πεθαίνει εὔκολα κανένας.
Ξέρεις ἐσύ πόσο στοιχίζει στόν κόσμο ἀκόμα ἕνα ἄδειο κρεββάτι
δυό ἄδεια σκονισμένα παπούτσια κάτου ἀπ' τό κρεββάτι
ὁ ἥλιος πού μπαίνει τ' ἀπόγευμα στό σπίτι ἀπό τό δυτικό παράθυρο
φωτίζοντας τό σακκάκι τοῦ νεκροῦ ποῦ κρέμεται ἀκόμα στόν τοῖχο,
ἐσύ ξέρεις πόσο στοιχίζει στόν κόσμο νά σκοτώνονται
κεῖνοι πού ἀγάπησαν τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Εἶναι σκληρή ἐδῶ ἡ ζωή -
πάντα ἔτσι γίνεται ὅπου οἱ νεκροί πληθαίνουν.
Ἀνάμεσα ἀπ' τή σκαλωσιά μιᾶς κρεμάλας
κοιτᾶμε τόν οὐρανό.
Αὐτά εἶναι τά παράθυρά μας.
Κι ὡστόσο εἶναι νά κλαῖς ἀπό χαρά , Ζολιό -
γιά δές πῶς φέγγει ὁ ἥλιος -
ἀνάμεσα ἀπό τοῦτα τά παράθυρα μιά λυγαριά περνάει τό χέρι της - μᾶς χαιρετάει,
μᾶς χαιρετάει ὅλη ἡ ζωή - κι εἶναι νά κλαῖς ἀπό χαρά χαϊδεύοντας
ἐτοῦτο τό ἀργασμένο, τό ἱδρωμένο χέρι πού σοῦ ἁπλώνει ὁ κόσμος.
Ζολιό, πῶς φέγγει ὁ ἥλιος!
Θαρρῶ πῶς τοῦτο γίνεται
γιατί ἀγαπᾶμε κάθε μέρα πιό πολύ
ὅπως καί σύ, τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Ἐδῶ οἱ καρδιές εἶναι σάν τά καμένα σπίτια,
- οὔτε στέγη, οὔτε πόρτες, οὔτε παράθυρα,
παντοῦ καψαλιασμένες τρύπες
παντοῦ καπνισμένα δοκάρια,
ἀπό παντοῦ μπαίνει οὐρανός.
Κι εἶναι παράξενο, Ζολιό, - δέν εἶναι; -
νά βλέπεις ἀνάμεσα σ' αὐτές τίς τρύπες
νά περνᾶνε τά σύγνεφα καί τά χρόνια
νά περνᾶνε τά πουλιά καί τά δειλινά
ν' ἀνάβουν καί νά σβήνουν τ' ἀστέρια
ἀνάμεσα ἀπό τοῦτα τά μαῦρα δοκάρια.
Εἶναι παράξενο νά ὑπάρχουνε τόσα καμένα σπίτια
καί νά κοιτᾶς τόν οὐρανό μέσ' ἀπό τά καμένα σπίτια
καί πιό παράξενο νἆναι τόσο γαλάζιος ὁ οὐρανός
πάνου ἀπό τόσα καμένα σπίτια.
Κι ὅμως παράξενο καθόλου, μέσ' ἀπ' τά γυμνά πλευρά
νά φέγγει τήν καρδιά μας τόση λευτεριά καί εἰρήνη.
Κάθε μέρα πληθαίνουν οἱ τάφοι,
τάφοι, τάφοι, τάφοι,
γέμισε ἡ γῆ μας τάφους, ἀδελφέ μου,
δέν ἔμεινε μιά σπιθαμή στή γῆ μας
νά φυτέψουμε τριαντάφυλλα
νά παίξουν τόπι τά παιδιά
νά φιληθοῦν δυό ἀγαπημένοι.
Μά πάντα μένει πολύς τόπος
πάνου ἀπ' τούς τάφους μας, Ζολιό
γιά τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Πολύν καιρό δέν κουβεντιάσαμε παρά μόνο μέ τό θάνατο,
ψειρίσαμε στά γόνατά μας τό θάνατο
ὅπως ψειρίσαμε τή φανέλα μας
κι ἀκόμα μές στίς τσέπες μας μένουν τά ψίχουλα
ἀπ' τό ψωμί πού μοιραστήκαμε μέ τό θάνατο
γι' αὐτό καί τά λόγια μας εἶναι ἄβολα
γι' αὐτό κι εἶναι πικρό τό στόμα μας
πού δέν μπορέσαμε ἀκόμα νά φιλήσουμε στό κούτελο
τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Λίγο-λίγο γδυθήκαμε ἀπ΄ ὅλα τά στολίδια
μείναμε μόνο μέ τή γύμνια μας
γυμνοί, θεόγυμνοι,
κουβαλώντας τίς πέτρες στόν ἀνήφορο
κάτου απ' τίς βρισιές καί τά μαστίγια
σκάβοντας μέ τά νύχια μας τή νύχτα
γιά ν' ἀνοίξουμε μιά τρύπα στό φῶς
μαῦροι ἀπ' τό κάρβουνο τῆς νύχτας
μαῦροι σάν τούς ἀδελφούς μας τούς Μαύρους
σάν τούς ἀδελφούς μας ἀνθρακωρύχους
μέ μιά λάμπα μονάχα κρεμασμένη στή ζώνη μας
μ' ἕνα κόκκινο ἀστέρι μονάχα στήν καρδιά μας
φωτίζοντας τό δρόμο μή σκοντάψει
ἡ λευτεριά κι ἡ εἰρήνη.
Ἀγαπημένε μου Ζολιό,
ἔχω καιρό ν' ἀκούσω ἕνα ἀστέρι
νά σκάβει μιά γούβα στήν καρδιά μου
γιά νά φυτέψει ἕνα λουλούδι.
Σκληρή ἡ ζωή μας στάθηκε, Ζολιό,
νἄμαστε ὁλημερίς μέσα στόν ἥλιο
καί νά μήν ἔχουμε μιά θύμηση ἀπό ἥλιο,
νἄμαστε πλάι στή θάλασσα
καί νά μήν ἔχουμε δυό πῆχες θάλασσα
γιά νά τυλίξουμε τήν καρδιά μας πού καίγεται,
νά κουβαλᾶμε ὁλοχρονίς τό μπόγο μας,
ἕνα βαμμένο ἀμπέχονο, μιά καραβάνα, ἕνα παγούρι,
τόν καημό μας, τόν καημό τῶν δικῶνε μας, τόν καημό τοῦ κόσμου
καί νά μή βρίσκουμε μιά θέση ν' ἀπαγγιάσουμε
νά ζυμώσουμε τό χῶμα μέ τό δάκρυ μας
νά φτιάξουμε σταμνιά γιά τά φτωχά παράθυρα
νά κρυώνουν τό νερό τῆς λευτεριᾶς καί τῆς εἰρήνης.
Πές μας, Ζολιό, πῶς κοιμᾶται τό μεσημέρι
ἀνάμεσα στά στάχια καί τίς παπαροῦνες,
πῶς κατεβαίνει ἡ γαλήνη τό βράδι ἀπ' τό βουνό
(λέω, θἆναι τά μαλλιά της νοτισμένα ἀπ' τ' ἀστέρια),
πῶς λυγίζει ἕνα κλωνάρι στή μέση τῆς αὐγῆς,
πῶς εἶναι τά χέρια τῆς μητέρας
ὅταν διπλώνει τίς πετσέτες ὕστερ' ἀπ' τό δεῖπνο,
πῶς εἶναι ὁ ἴσκιος τῆς ἀδελφῆς πάνου στόν τοῖχο
ὅταν σιμώνει στή λάμπα νά περάσει τήν κλωστή στή βελόνα
καί νά μπαλώσει αιωπηλά τή λύπη τοῦ σπιτιοῦ μας;
Πές μας, Ζολιό, πῶς εἶναι;
Ξεχάσαμε, Ζολιό, ὅλα τα ξεχάσαμε
κι ὅλα μαζί τά βρήκαμε μέσα σέ μιά βουή ἀπό φῶς
κοιτάζοντας μόνο μπροστά τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Ἀλήθεια, δέ θυμόμαστε
πῶς χαιρετάει ἕνα πράσινο φύλλο τή μέρα
πῶς χτίζουν τά μερμήγκια τό σπίτι τους
πῶς σεργιανάει ἡ λιακάδα στά περβόλια
τί χρῶμα παίρνει ἡ σκιά τοῦ δέντρου μέσα στό νερό
τί λέει ἕνα σύγνεφο σταυρώνοντας τά χέρια του στό λιόγερμα
τί σχῆμα παίρνει τό σῶμα τῆς γυναίκας κάτου ἀπ' τ' ἄσπρο σεντόνι - δε θυμόμαστε,
θυμόμαστε μονάχα κείνους πού πεθάνανε
γιά τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Εἶναι δύσκολο τώρα νά ξεχωρίσεις τή φωνή τοῦ δειλινοῦ
καί τό βῆμα τοῦ καλοκαιριοῦ στ' ἀκρογιάλι,
εἶναι δύσκολο ν' ἀκούσεις μιάν ἀχτίνα πού διπλώνει τό δάχτυλο
καί χτυπάει τό τζάμι μιᾶς παιδικῆς κάμαρας τό ἀπόγευμα,
δύσκολο - σάν ἔχεις ἀκούσει τίς φωνές τῶν πληγωμένων στίς χαράδρες
σάν ἔχεις δεῖ τ' ἀστέρια σά σκουριασμένα κουμπιά στά χιτώνια τῶν ἐκτελεσμένων
σάν ἔχεις δεῖ τά φορεῖα ν΄ ἀνηφορίζουν τή νύχτα
σάν ἔχεις δεῖ τή νύχτα νά μή λέει "αὔριο"
σάν ἔχεις δεῖ πόσο δύσκολα κερδίζουμε
τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Ξεμάθαμε πολλά, Ζολιό,
ξεμάθαμε πῶς γλιστράει τό ψάρι τῆς γαλήνης στά ρηχά τῆς σιγαλιᾶς
πῶς μπλέκονται οἱ γαλάζιες φλέβες στά χέρια τῆς ἄνοιξης - ξεμάθαμε
μάθαμε τώρα κάτι πράματα ἁπλά
πολύ ἁπλά
πολύ σίγουρα
πῶς ὁ οὐρανός ἀρχίζει ἀπ' τό ψωμί
πῶς δέν εἶναι δίκιο ἄλλοι νά βγάζουν τό ψωμί
κι ἄλλοι νά τρῶνε τό ψωμί
πῶς δέν εἶναι δίκιο νά φτιάχνουν κανόνια
καί νά λείπουν τ' ἀλέτρια, - ἁπλά πράματα,
μπορεῖ κι ἕνα παιδί νά τά πεῖ σέ μιά φυσαρμόνικα τῆς τσέπης
μπορεῖ κι ἕνας καλός φαντάρος πού ὀνειρεύτηκε τή μάνα του
νά τιναχτεῖ ἀπ' τόν ὕπνο του καί νά τά πεῖ σέ μιά σάλπιγγα
κι οἱ νεκροί μας τά ξέρουν πιό καλά - κάθε νύχτα ἡ σιωπή τους τα φωνάζει - ἁπλά πράματα
- δέν εἴμαστε σοφοί, Ζολιό,
ἁπλά πράματα λέμε
πολύ ἁπλά τά λέμε
πώς ἀξίζει κανένας νά ζεῖ καί νά πεθαίνει
γιά τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Ζολιό, πολύν καιρό εἶχα μείνει
δίχως χαρτί, δίχως μολύβι, δίχως μουσική
μήν ξέροντας κάθε φορά ἀπό ποῦ βγαίνει ὁ ἥλιος
νιώθοντας ξένο τό χέρι τοῦ ἀγέρα πάνου στό χέρι μου
νιώθοντας ξένο τό στόμα τῆς στάμνας στό στόμα μου
δίχως νά κόβω τά γένια μου
δίχως νά γράφω στίχους -
ξέμαθα πιά, Ζολιό, νά γράφω στίχους
ἔμαθα μονάχα νά γράφω τοῦτες τίς δυό λέξεις
λευτεριά και εἰρήνη.
Ζολιό, τό ξέρω, τά τραγούδια μου
εἶναι χοντροκομμένα κι ἀπελέκητα,
φορᾶνε χοντροπάπουτσα οἱ στίχοι μου
μέ πολλές ἀράδες καρφιά γιά ν' ἀντέχουν στά κατσάβραχα
καθώς ἀνηφορᾶνε ὅλο τό θάνατο
γιά τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Ναί, σά χωριάτης εἶναι τό τραγούδι μου
μέ μπαλωμένο βρακί
μέ σκισμένο πουκάμισο
μέ τό χῶμα σφηνωμένο στά νύχια του
μέ τό πρόσωπο σκαμένο ἀπ' τήν ἁλμύρα καί τόν ἥλιο
ἀπ' τόν καημό κι ἀπ' τήν ἐλπίδα κι ἀπ' τήν ἀγάπη
καί μ΄ ἕνα κόκκινο γαρύφαλλο στ' ἀφτί του
- κοίτα πῶς σφίγγει ὁ στίχος μου μέσα στά δάχτυλά του τήν καρδιά μου
ὅπως σφίγγει ὁ χωριάτης τό σκοῦφο του
μπαίνοντας κι αὐτός στό Συνέδριό σας
μπαίνοντας γιά νά πεῖ κι αὐτός δυό λόγια
γιά τή λευτεριά καί τήν ειρήνη.
Μα αὐτοῦ μέσα, Ζολιό, εἶναι τ' ἀδέρφια μας,
εἶναι τ΄ ἀδέρφια μας πού τ' ἀνταμώσαμε στήν ἴδια πίκρα
ὅταν μασοῦσαν μιά μπουκιά ψωμί μπροστά στό γκρεμισμένο σπίτι τους
ὅταν βάζαν στό γυλιό τους τό μωρό τους καί τίς σφαῖρες τους
και πολεμοῦσαν γιά τήν εἰρήνη
ὅταν ψάχναν στίς στάχτες τῆς πυρκαϊᾶς νά βροῦν τό πόμολο τῆς πόρτας τους καί τά χνάρια τῆς ζωῆς τους,
γι' αὐτό δέ ντρέπεται ὁ στίχος μου
νά περπατήσει ἀνάμεσά σας μέ τίς ἀρβύλες του
ν' ἀφήσει τήν καρδιά μου ἀδέξια πάνου στό τραπέζι σας
ὅπως ἀφήνει ὁ χωρικός ἕνα μικρό ἄσπρο πρόβατο
ἀπάνου στήν ποδιά τῆς λευτεριᾶς καί τῆς εἰρήνης.
Εἶναι πικρή ἡ ζωή, Ζολιό, καί δέν μπορῶ νά τραγουδήσω
ὅταν πίσω ἀπ' τό στενό παράθυρο τῆς φυλακῆς
πίσω ἀπ' τά σιδερένια τετράγωνα
εἶναι στριμωγμένα τά πρόσωπα τῶν ἀγωνιστῶν
κοιτάζοντας τό δρόμο μέ τίς λίγες σκονισμένες πιπεριές
ἀκούγοντας τή φωνή ἑνός παιδιοῦ ἔξω ἀπ' τό φοῦρνο
καί τή θλιμμένη φυσαρμόνικα τοῦ δειλινοῦ πίσω ἀπ' τούς λόφους.
Μακριά σφυράει τό τραῖνο τῆς Λαρίσης - μές στό σφύριγμά του
κουβαλάει τή μυρωδιά τῶν θερισμένων κάμπων τῆς Θεσσαλίας.
Ἄχ, ἔξω νά βραδιάζει ἀργά ἕνα βράδι ἑλληνικό ὅλο διαφάνεια,
φῶτα ν' ἀνάβουν στίς ὑπαίθριες μπυραρίες τῆς λεωφόρου Ἀλεξάνδρας - στον ἀγέρα
μιά μυρωδιά τηγανητῆς μαρίδας και ροδάκινου -
Κι ἀκόμη αὐτά τά πρόσωπα νά μένουν στριμωγμένα πίσω ἀπό τά κάγκελα
κόβοντας ἕνα κλωναράκι ἀστέρια νά μυρίζουν στόν ὕπνο τους,
ν' ἀκοῦν τή δύναμη τους ἄνεργη νά σκάβει τά πλευρά τους
ν' ἀκοῦν τό βῆμα τοῦ δεσμοφύλακα στό διάδρομο
ν' ἀκοῦν τό μεγάλο κλειδί νά στρίβει στήν πόρτα
κι ὅλο νά περιμένουνε τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Θά ξέρεις βέβαια, Ζολιό, γιά τό Μανώλη Γλέζο
- ἄ, πῶς νά σοῦ τό πεῖ τό στόμα μου, Ζολιό,
ὅταν περνοῦσε μέ τά δυό του χέρια στίς τσέπες τοῦ παντελονιοῦ τά σοκάκια τῆς Πλάκας,
ὡραῖο παιδί χαμογελώντας στ' ὄνειρο τοῦ κόσμου πάνου ἀπ' τίς ὀροσειρές τῆς δυστυχίας
ὅταν σκαρφάλωνε τά βράχια τῆς Ἀκρόπολης
σφίγγοντας μές στίς δυό νεαρές γροθιές του
τήν ὀργή ὅλων τῶν λαῶν καί τήν ἐλπίδα τους
ὅταν κάτου ἀπό τ' ἀνοιχτά ρουθούνια τῶν πεινασμένων πολυβόλων
ἔσπαγε μέ τίς δυό γροθιές του τόν κυρτό σταυρό
ἔσπαγε μέ τίς δυό γροθιές του ὅλα τά δόντια τοῦ θανάτου -
Καί, νά πού χρόνια τώρα
ὁ Μανώλης ὁ Γλέζος, Ζολιό,
κοιτάει τό φῶς πίσω ἀπ' τά σίδερα
κι ἀκόμη μέ τά δυό του χέρια, σημαδεμένα ἀπ' τίς χειροπέδες,
σκουπίζει τά κλαμένα μάτια τοῦ κόσμου
σκουπίζει τό ἱδρωμένο μέτωπο
τῆς λευτεριᾶς καί τῆς εἰρήνης.
Ἔμαθες τίποτα, Ζολιό, γιά τή γιαγιά-Βαγίτσα;
Τήν ὥρα πού τήν παίρναν γιά νάν τή σκοτώσουν
εἶχε πλυθεῖ κι εἶχε φορέσει τά καλά της
εἶχε βάψει μονάχη τά παπούτσια της
κι εἶχε ἕνα φαρδύ χαμόγελο πίσω ἀπ' τίς ρυτίδες της
ὅπως εἶναι τό λιόγερμα πίσω ἀπ' τά κυπαρίσσια τοῦ χωριοῦ της.
Ἔβγαλε ἀπό τόν κόρφο της τό μαῦρο της μαντήλι
καί χόρεψε στό προαύλιο τῆς φυλακῆς "Ἔχετε γειά βρυσοῦλες",
"Ἔχετε γειά", ἡ γιαγιά-Βαγίτσα χόρεψε
ἀνεμίζοντας τό μαῦρο μαντήλι της.
Ζολιό, τήν εἶδες τή γιαγιά-Βαγίτσα;
Δέν μπορεῖ, θά τήν εἶδες, Ζολιό,
τήν ὥρα πού χόρευε πιασμένη ἀπ' τό χέρι
τῆς λευτεριᾶς καί τῆς εἰρήνης.
Εἶναι ὄμορφος ὁ κόσμος, Ζολιό,
ἄ, ναί, εἶναι ὄμορφος ὁ κόσμος
ὅταν ἡ γιαγιά-Βαγίτσα ἀνεμίζει τό μαῦρο μαντήλι της
κάτου ἀπ' τή μύτη τοῦ Χάροντα -
τόσο ὄμορφος ὁ κόσμος πού μποροῦμε νά πεθάνουμε
κρατώντας τό μαντήλι της γιαγιά-Βαγίτσας καί χορεύοντας
γιά τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Κι ἡ Μαρία Λεοντίδου, ἀδελφέ μου,
ἡ παραδουλεύτρα,
πού συγύριζε ξένα σπίτια καί σπίτι δέν εἶχε
ποὔπλενε τά ξένα ροῦχα καί δέν εἶχε πουκάμισο
κι εἶχε δυό χοντρά χέρια
δυό χέρια ἀπό καημό καί σίδερο
δυό χέρια βασανισμένα ἀπ' τόν πικρό μόχτο
δυό χέρια σά δυό καμένα δέντρα στό λιοβασίλεμα
- τή σκότωσαν, Ζολιό, τή Μαρία
μά λέω πού μεθαύριο θά μπουμπουκιάσουν τά χέρια της
μέσα στή λευτεριά καί στήν εἰρήνη.
Ζολιό, ἡ Μαρία εἶχε μάθει
ὅπως καί μεῖς πώς ὁ οὐρανός ἀρχίζει ἀπ' τό ψωμί,
γι' αὐτό, λίγο προτοῦ πεθάνει,
ἔδεσε τά χοντρά της χέρια στήν καρδιά της
κοίταξε ἀπ' τή μεριά πού βγαίνει ὁ ἥλιος
κι εἶπε:
"ἄν εἶναι νά χορτάσει ὁ κόσμος τό ψωμάκι
ἔτσι πού δέν τό χόρτασα ποτές μου ἐγώ
ἄς πάω κι ἐγώ -
μονάχα νά χορτάσει ὁ κόσμος τό ψωμάκι".
Τί λές, Ζολιό, δέ θά ξαναβροῦμε τή Μαρία
νά κρατάει μές στά χοντρά της χέρια μιά μεγάλη σκούπα πρωινές ἀχτίνες
καί νά σκουπίζει τά πλατιά πεζοδρόμια τοῦ μέλλοντος
ἤ νά κρατάει μιά θεόρατη καισαριανιώτικη σημαία,
μεθαύριο, λέω, πού θά γιορτάζουμε
τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη;
Πῆρε τ' ἀφτί σου τίποτα, Ζολιό,
καί γιά τήν ἄλλη μας γιαγιά τή Μαμαλίνα;
Ἡ γιαγιά Μαμαλίνα
εἶναι μιά γριούλα ἐνενήντα χρονῶ
ἔχει δυό δεντράκια ρυτίδες γύρω στά μάτια της
ἔχει μιά μαύρη φούστα γιομάτη θάνατο
καί μιάν αὐλακιά περηφάνεια ἀνάμεσα στά φρύδια
σάν ἕνα καμπαναριό ἀνάμεσα στά σύγνεφα.
Τὄνα της τό παιδί σκοτώθηκε στήν Ἀλβανία
τ' ἄλλο της τῆς τό σκότωσαν οἱ Γερμανοί
τ' ἄλλο της τὄστησαν στόν τοῖχο τίς προάλλες,
κι ἡ γιαγιά-Μαμαλίνα,
ἡ γιαγιά μας, Ζολιό,
δικάστηκε ἰσόβια
γιατί ἀγαποῦσε ἡ καψερή
ὅπως κι ἐγώ κι ὅπως κι ἐσύ
τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Τώρα ἡ γιαγιά-Μαμαλίνα
μές στό κελί της μετράει τούς πεθαμένους
πλέκει τσουράπια γιά τούς πεθαμένους
πλέκει μιά μάλλινη χωριάτικη φανέλα γιά τόν κόσμο πού κρυώνει
πλέκει ἕνα κόκκινο σκουφάκι γιά τήν Ἄνοιξη.
Ἄ, δέν τό βάζει κάτου ἡ γιαγιά-Μαμαλίνα,
ἡ γιαγιά μας, Ζολιό,
ψήνει στό μπρίκι της τό καφεδάκι της -ἄν ἔχει-
κι ἀπ' τό ἴδιο πήλινο φλιτζάνι της κερνάει
τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Ζολιό, θἆχα χιλιάδες τέτοια νά σοῦ πῶ
μά δέ μέ παίρνει ἡ ὥρα.
Ζολιό, εἶναι τώρα κάπου δέκα χρόνια
πού οἱ νύχτες μας περνοῦν σκυφτές κάτου ἀπ' τ' ἀστέρια τους
ὅπως περνοῦν οἱ ἐργάτριες φορτωμένες τσουβάλια στάρι -
μές ἀπ' τίς τρύπες πέφτουνε στό δρόμο φοῦχτες τ' ἄστρα -
δέ μᾶς παίρνει ὁ καιρός νά μαζέψουμε τοῦτο τό στάρι
νά φτιάξουμε φαρδιά καρβέλια
νά τ' ἀραδιάσουμε στό μεσιανό δοκάρι τοῦ κόσμου,
- δέ μᾶς παίρνει ἡ ὥρα, Ζολιό, - μᾶς κυνηγᾶνε,
καί βιάζουμε νά σοῦ στείλω τό γράμμα μου
γιατί δέν ξέρεις αὔριο τί γίνεται
γιατί δέν ξέρεις τί γίνεται στή χώρα μας
γιά κεῖνον πού λέει τήν ἀλήθεια
γι' αὐτόν πού βιάζεται νά χαιρετήσει
τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Ζολιό,
θἄθελα ἀκόμα νά σοῦ ἐξομολογηθῶ
πώς τά βράδια ποά ἀρχίζει ὁ οὐρανός νά μᾶς γνωρίζει
κι ἡ Μεγάλη Ἄρκτος στέκεται ἔξω ἀπ' τήν αὐλόπορτα τῆς σιγαλιᾶς
μένουμε ὧρες μέ τό δάχτυλο ξεχασμένο στήν κουμπότρυπα τῆς λύπης
νά συλλογιόμαστε τόν κόσμο καί τά βάσανά του
ἕνα βιβλίο πού ἀπόμεινε μισοδιαβασμένο
ἕνα τραγούδι πού κόπηκε στή μέση
ένα τραγούδι που δε γράφτηκε ποτέ
μιά τσατσάρα πού ἀπόμεινε μονάχη σ' ἕνα κλεισμένο σπίτι
μιά ξυριστική μηχανή καί τό σαπούνι πάνου στό νιφτήρα
καί κεῖνον πού δέν ἔχει ἀνάγκη πιά νά ξυριστεῖ -
Ἄχ, έτσι τρυφερά νά συλλογιόμαστε τόν κόσμο
καί νά θυμώνουμε φορές - φορές, Ζολιό,
πού δέν μποροῦμε πιά νἄμαστε θυμωμένοι
πού δέν μποροῦμε νά μισοῦμε ὅσους μᾶς κάναν τό κακό
- βλέπεις ἡ ἀγάπη πάντοτε, Ζολιό, βαραίνει πιότερο ἀπ' τό μίσος -
καί πῶς πεινάει ἡ παλάμη μας νά σφίξει μιά παλάμη -
νά σφίξει καί τοῦ ἐχτροῦ μας τήν παλάμη
κι ὄχι πού κουραστήκαμε, Ζολιό,
κι ὄχι πού ξεροζιάσανε τά χέρια μας
μά εἶναι γιατί ἀγαπᾶμε, ὅπως καί σύ,
τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Ζολιό,
πολλοί θά βάζαν τήν ὑπογραφή τους κάτου ἀπ' τό γράμμα μου
ὅμως δέν ξέρουν γράμματα
θἄβαζαν μονάχα ἕνα σταυρό
σάν τούς χωρικούς τοῦ Μπονίκρο,
μά τοῦτοι πού δέν ξέρουνε νά βάζουν τήν ὑπογραφή τους
ξέρουν νά βάζουν ὅλη τήν καρδιά τους
γιά τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη
καί γῶ ὑπογράφω γιά ὅσους ξέρουν
νά βάζουν ὅλη τήν καρδιά τους
γιά τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Ζολιό, πές καί στούς ἄλλους ἀδελφούς μας
στόν Ἔρενμπουργκ, στόν Ἀραγκόν καί στὀ Νερούντα,
στὀν Ἐλυάρ, στόν Πικασσό καί σ' ὅλα μας τ' ἀδέρφια
πώς εἴμαστε δῶ πέρα τρεῖς χιλιάδες ἐξόριστοι
ὄχι γιά τίποτ' ἄλλο, ἀδέρφια μου,
παρά μονάχα, νά, γιατί καί μεῖς ὅπως καί σεῖς
σηκώνουμε στή ράχη μας ἕνα ἀγκωνάρι ἀπ' τό καμένο σπίτι μας
νά χτίσουμε γιά κείνους πού θἀρθοῦν ἕνα καινούργιο σπίτι μέ πολλά παράθυρα
πολλά φαρδιά παράθυρα πρός τήν ἀνατολή
νά μή νυχτώνει ἀπό νωρίς ἡ καρδιά τῶν μανάδων
νά μήν κοιμοῦνται κάθε βράδι τά παιδιά δίπλα στό θάνατο.
Καί πού θά πάει, Ζολιό; - θά λυώσουμε μιά μέρα τίς ὀβίδες
νά φτιάξουμε σφυριά κι ἀλέτρια καί μπαλκόνια καί φτερά
κι ἕνα ἄγαλμα Ἄφτερης Χαρᾶς στή στάση, ἐκεῖ, τῶν λεωφορείων, στή φτωχογειτονιά μας
στή γειτονιά μας πού θά μερμηγκιάζει ἀπ' τά γιαπιά
κάτου ἀπ' τ' ἀσίγαστο χωνί τοῦ χειροδύναμου μεγάφωνου τῶν συνδικάτων
πού ὅλο θά λέει, θά λέει σταράτα καί μέ νούμερα
γιά τίς τεράστιες καταχτήσεις τῶν λαῶν στό πλάνο τῆς ἀνοικοδόμησης
καί θ' ἀπαγγέλλει ποιήματα τῶν νέων προλετάριων ποιητῶν
γιά τό χαρούμενο ἔρωτα
γιά τούς ὑδατοφράχτες
καί γιά τόν ἐξηλεκτρισμό τοῦ κόσμου.
Ἄχ, ἔτσι, ἀδέρφια μου, νά μήν ὑπάρχουν πιά καμένα σπίτια
μά νἆναι ὅλος ὁ κόσμος ἕνα σπίτι ἀσβεστωμένο μέ τή βούρτσα τοῦ ἥλιου
κι ἄχ, ἔτσι, ἀδέρφια μου, τοῦτο τό σπίτι νά τό συγυρνάει μονάχα
ἡ μάνα μας ἡ Λευτεριά κι ἡ πρωτοθυγατέρα της ἡ Εἰρήνη.

*Η φωτογραφία είναι του Λάμπρου Τσιαπάλη

"Ο πολύτιμος χρόνος των ώριμων ανθρώπων" ["O valioso tempo dos maduros"]

«Μέτρησα τα χρόνια μου και συνειδητοποίησα, ότι μου υπολείπεται λιγότερος χρόνος ζωής απ’ ό,τι έχω ζήσει έως τώρα…
Αισθάνομαι όπως αυτό το παιδάκι που κέρδισε μια σακούλα καραμέλες: τις πρώτες τις καταβρόχθισε με λαιμαργία αλλά όταν παρατήρησε ότι του απέμεναν λίγες, άρχισε να τις γεύεται με βαθιά απόλαυση.
Δεν έχω πια χρόνο για ατέρμονες συγκεντρώσεις όπου συζητούνται, καταστατικά, νόρμες, διαδικασίες και εσωτερικοί κανονισμοί, γνωρίζοντας ότι δε θα καταλήξει κανείς πουθενά.
Δεν έχω πια χρόνο για να ανέχομαι παράλογους ανθρώπους που παρά τη χρονολογική τους ηλικία, δεν έχουν μεγαλώσει.
Δεν έχω πια χρόνο για να λογομαχώ με μετριότητες.
Δε θέλω να βρίσκομαι σε συγκεντρώσεις όπου παρελαύνουν παραφουσκωμένοι εγωισμοί.
Δεν ανέχομαι τους χειριστικούς και τους καιροσκόπους.
Με ενοχλεί η ζήλια και όσοι προσπαθούν να υποτιμήσουν τους ικανότερους για να οικειοποιηθούν τη θέση τους, το ταλέντο τους και τα επιτεύγματα τους.
Μισώ να είμαι μάρτυρας των ελαττωμάτων που γεννά η μάχη για ένα μεγαλοπρεπές αξίωμα. Οι άνθρωποι δεν συζητούν πια για το περιεχόμενο… μετά βίας για την επικεφαλίδα.
Ο χρόνος μου είναι λίγος για να συζητώ για τους τίτλους, τις επικεφαλίδες. Θέλω την ουσία, η ψυχή μου βιάζεται… Μου μένουν λίγες καραμέλες στη σακούλα…
Θέλω να ζήσω δίπλα σε πρόσωπα με ανθρώπινη υπόσταση.
Που μπορούν να γελούν με τα λάθη τους.
Που δεν επαίρονται για το θρίαμβό τους.
Που δε θεωρούν τον εαυτό τους εκλεκτό, πριν από την ώρα τους.
Που δεν αποφεύγουν τις ευθύνες τους.
Που υπερασπίζονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια
Και που το μόνο που επιθυμούν είναι να βαδίζουν μαζί με την αλήθεια και την ειλικρίνεια.
Το ουσιώδες είναι αυτό που αξίζει τον κόπο στη ζωή.
Θέλω να περιτριγυρίζομαι από πρόσωπα που ξέρουν να αγγίζουν την καρδιά των ανθρώπων…
Άνθρωποι τους οποίους τα σκληρά χτυπήματα της ζωής τους δίδαξαν πως μεγαλώνει κανείς με απαλά αγγίγματα στην ψυχή.
Ναι, βιάζομαι, αλλά μόνο για να ζήσω με την ένταση που μόνο η ωριμότητα μπορεί να σου χαρίσει.
Σκοπεύω να μην πάει χαμένη καμιά από τις καραμέλες που μου απομένουν…Είμαι σίγουρος ότι ορισμένες θα είναι πιο νόστιμες απʼόσες έχω ήδη φάει.
Σκοπός μου είναι να φτάσω ως το τέλος ικανοποιημένος και σε ειρήνη με τη συνείδησή μου και τους αγαπημένους μου.
Εύχομαι και ο δικός σου να είναι ο ίδιος γιατί με κάποιον τρόπο θα φτάσεις κι εσύ…»

Ένα απόσπασμα από έργο του Βραζιλιάνου Ποιητή, Συγγραφέα, δοκιμιογράφου, φωτογράφου και μουσικολόγου, του Mario de Andrade (1893 – 1945).

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2016

Ν. Καζαντζάκης ~ 'Εμα απόσπασμα από την Αναφορά στο Γκρέκο

Ο Αύγουστος ήταν για μένα, όταν ήμουν παιδί, κι είναι ακόμα, ο πιο αγαπημένος μου μήνας· αυτός φέρνει, μαθές, τα σταφύλια και τα σύκα, τα πεπόνια, τα καρπούζια·
Τον ονομάτισα Άγιον Αύγουστο· αυτός ο προστάτης μου, έλεγα, σε αυτόν θα κάνω την προσευκή μου· όταν θέλω τίποτα, από αυτόν θα το ζητώ, κι αυτός θα το ζητήσει από το Θεό, κι ο Θεός θα μου το δώσει.

Και μια φορά πήρα νερομπογιές και τον ζωγράφισα: Έμοιαζε πολύ του παππού μου του χωριάτη· τα ίδια κόκκινα μάγουλα, το ίδιο φαρδύ χαμόγελο, μα ήταν ξυπόλυτος μέσα σ” ένα πατητήρι και πατούσε σταφύλια, και τα πόδια του ως τα γόνατα κι ως πάνω στα μεριά τα “χα ζωγραφίσει κόκκινα από το μούστο· κι είχα στεφανώσει το κεφάλι του με κληματόφυλλα.
Όμως κάτι του “λείπε· μα τι; Τον κοίταξα καλά καλά και του “βαλα δυο κέρατα στο κεφάλι, ανάμεσα στα κληματόφυλλα, γιατί το μαντίλι που φορούσε ο παππούς μου έκανε δεξά και ζερβά δυο μεγάλους κόμπους σαν κέρατα.

Από τη στιγμή που τον ζωγράφισα και στερέωσα το πρόσωπο του, στερεώθηκε και μέσα μου η εμπιστοσύνη μου σε αυτόν, και κάθε χρόνο τον περίμενα να “ρθει, να τρυγήσει τ” αμπέλια της Κρήτης, να πατήσει τα σταφύλια και να κάμει το θάμα του, να βγάλει από τα σταφύλια κρασί. Γιατί, θυμούμαι, το μυστήριο τούτο με τυράννησε πολύ —πώς μπορεί να γίνει το σταφύλι κρασί· μονάχα ο Αγιος Αύγουστος μπορούσε να κάμει ένα τέτοιο θάμα· κι έλεγα: Αχ, να τύχαινε να τον συναπαντήσω μια μέρα στο αμπέλι που είχαμε απόξω από το Μεγάλο Κάστρο και να τον ρωτήσω να μου πει το μυστικό. Τι “ναι το θάμα τούτο δεν καταλάβαινα. Η αγουρίδα γίνεται σταφύλι, το σταφύλι γίνεται κρασί, το κρασί το πίνουν οι ανθρώποι και μεθούνε· γιατί μεθούνε;
Όλα αυτά μου φαίνουνταν μυστήρια φοβερά, και μια φορά που ρώτησα τον πατέρα μου, αυτός μάζεψε τα φρύδια: «Μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν!», μου αποκρίθηκε.

Τον Αύγουστο ξάπλωναν και στους οψιγιάδες τα σταφύλια, να τα ξεράνει ο ήλιος να γίνουν σταφίδα. Μια χρονιά είχαμε πάει στο αμπέλι μας και μέναμε στο εξοχικό μας σπιτάκι· ο αγέρας μύριζε, η γης καίγουνταν, τα τζιτζίκια καίγουνταν κι αυτά, σα να κάθουνταν απάνω σε κάρβουνα αναμμένα.

Τη μέρα εκείνη, της Κοίμησης της Παναγιάς, 15 Αυγούστου, οι εργάτες δε δούλευαν κι ο πατέρας μου κάθουνταν στη ρίζα μιας ελιάς και κάπνιζε· είχαν έρθει γύρα οι γειτόνοι, που είχαν απλώσει κι αυτοί τη σταφίδα τους, κάπνιζαν πλάι στον πατέρα μου, αμίλητοι.
Φαίνουνταν στενοχωρημένοι. Όλοι είχαν καρφώσει τα μάτια σ” ένα συννεφάκι που “χε προβάλει στον ουρανό, κατασκότεινο, βουβό, και προχωρούσε. Είχα καθίσει κι εγώ κοντά στον πατέρα μου και κοίταζα το σύννεφο· μου άρεσε· σκούρο μολυβί, χνουδάτο, κι ολοένα μεγάλωνε, άλλαζε πρόσωπο και κορμί, πότε σα γεμάτο ασκί, πότε σα μαυροφτέρουγο όρνιο και πότε σαν τον ελέφα που είχα δει ζωγραφιά· κουνούσε την προβοσκίδα του κι έψαχνε ν” αγγίξει κάτω της γης. Αεράκι χλιαρό φύσηξε, τα φύλλα της ελιάς ανατρίχιασαν.
Ένας γείτονας πετάχτηκε όρθιος, άπλωσε το χέρι κατά το σύννεφο που προχωρούσε.

—Ανάθεμά το, μουρμούρισε, ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, φέρνει τον κατακλυσμό!
—Δάγκασε τη γλώσσα σου, του “καμε ένας γέρος θεοφοβούμενος, δε θα το αφήσει η Παναγιά· σήμερα είναι της χάρης της.

Ο πατέρας μου έγρουξε, μα δεν έβγαλε άχνα· πίστευε στην Παναγιά, μα δεν πίστευε πως η Παναγιά μπορεί να κουμαντάρει τα σύννεφα.

Εκεί που μιλούσαν, ο ουρανός σκεπάστηκε· οι πρώτες στάλες, χοντρές, ζεστές, άρχισαν να πέφτουν. Τα σύννεφα χαμήλωσαν, κίτρινες βουβές αστραπές καταξέσκιζαν τον ουρανό.
— Παναγιά μου, φώναξαν οι γειτόνοι, βοήθεια!

Όλοι πετάχτηκαν απάνω, κατασκόρπισαν, καθένας έτρεχε κατά το αμπέλι του, όπου είχε απλώσει τη σταφίδα της χρονιάς· κι ως έτρεχαν, ολοένα και σκοτείνιαζε ο αγέρας, κρεμάστηκαν μαύρες πλεξούδες από τα σύννεφα, ξέσπασε η μπόρα. Γέμισαν τ” αυλάκια, πήραν να τρέχουν οι δρόμοι σαν ποταμοί, φωνές ακούστηκαν γοερές από το κάθε αμπέλι. Άλλοι βλαστημούσαν, άλλοι φώναζαν την Παναγιά να τους λυπηθεί, να βάλει το χέρι της, και στο τέλος θρήνος ξέσπασε πίσω από τις ελιές στο κάθε αμπέλι.

Ξέφυγα από το σπιτάκι, έτρεξα μέσα στη νεροποντή, παράξενη χαρά με είχε συνεπάρει, σα μεθύσι.

Είχα φτάσει ως το δρόμο, δεν μπόρεσα να τον περάσω, ήταν ποταμός, και στάθηκα και κοίταζα: Μαζί με τα νερά κυλούσαν αγκαλιές αγκαλιές τα μεσοξεραμένα σταφύλια, ο μόχτος της χρονιάς, έτρεχαν κατά τη θάλασσα και χάνουνταν. Ο θρήνος δυνάμωνε, μερικές γυναίκες είχαν χωθεί ως τα γόνατα μέσα στα νερά και μάχουνταν να περισώσουν λίγη σταφίδα· άλλες, όρθιες στην άκρα του δρόμου, είχαν βγάλει τις μπολίδες τους και συρομαδιούνταν.

Είχα γίνει μουσκίδι ως το κόκαλο· πήρα δρόμο κατά το σπιτάκι και μάχουμουν να κρύψω τη χαρά μου· βιάζουμουν να δω τι θα “κανε ο πατέρας μου· θα “κλαίγε, θα βλαστημούσε, θα φώναζε; Περνώντας από τον οψιγιά είδα πως όλη μας η σταφίδα είχε φύγει.

Τον είδα να στέκεται στο κατώφλι, ακίνητος, και δάγκανε τα μουστάκια του. Πίσω του, όρθια, η μητέρα μου έκλαιγε.
— Πατέρα, φώναξα, πάει η σταφίδα μας!
— Εμείς δεν πάμε, μου αποκρίθηκε· σώπα!

Ποτέ δεν ξέχασα τη στιγμή ετούτη· θαρρώ μου στάθηκε στις δύσκολες στιγμές της ζωής μου μεγάλο μάθημα· αναθυμόμουν τον πατέρα μου ήσυχο, ασάλευτο, να στέκεται στο κατώφλι, μήτε βλαστημούσε μήτε παρακαλούσε μήτε έκλαιγε· ασάλευτος κοίταζε τον όλεθρο κι έσωζε, μόνος αυτός, ανάμεσα σε όλους τους γειτόνους, την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.

  ~ Ν. Καζαντζάκης , απόσπασμα από την Αναφορά στο Γκρέκο
Πηγή Αντικλείδι