Μεγάλη Δευτέρα
Περίμενέ με μάνα μου περίμενέ με ακόμα
ώσπου να φτάσει η άνοιξη στο παγωμένο χώμα.
Περίμενέ με μάνα μου σαν το πουλί του νότου
που σμίγει μάτι και φτερό να βρει τον ουρανό του.
Περίμενέ με μάνα μου κάποια Παρασκευή σου
στην πύλη του παράδεισου στο φρέαρ της αβύσσου.
Μεγάλη Τρίτη
Κάτω απ’ τα λάβαρα της Ρώμης
στην τέντα της Μαγδαληνής
εσύ πατέρας της συγγνώμης
κι εμείς παιδιά της ηδονής.
Βραχνή ακούστηκε η κραυγή
στα καπηλειά της πολιτείας
εσύ αμνίον για σφαγή
κι εμείς κριοί της αμαρτίας.
Δε σε πτοήσαν οι Πιλάτοι
ούτ’ ο καιρός που ειν΄ εγγύς
εσύ στων ουρανών τα πλάτη
κι εμείς παρείσακτοι της γης.
Μεγάλη Τετάρτη
Τετάρτη των τεφρών και των παθών
ο θάνατος δεν έχει παρελθόν.
Τετάρτη των ψυχών και των αγγέλων
ο θάνατος δεν έχει ούτε μέλλον.
Του σύμπαντος ηχεί το εκκρεμές
ξυπνήστε ν’ αποδώσουμε τιμές.
Φανήκαν οι ουράνιοι στρατηλάτες
σα σκοτεινού Ρουβίκωνα Γαλάτες.
Της γης αναθαρρήσαν οι πληγές.
Πότε θ’ ανάψει ο ήλιος πυρκαγιές
να κάψουν το παλάτι του Ηρώδη
και τ’ άνθος του κακού να γίνει ρόδι.
Μεγάλη Πέμπτη
Αυτός που κρέμασε τον ήλιο
στο μεσοδόκι τ’ ουρανού
κρέμεται σήμερα σε ξύλο
ίλεως Κύριε γενού!
Και στ’ ασπαλάθια της ερήμου
μια μάνα φώναξε: «παιδί μου»!
Με του Απριλιού τ’ αρχαία μάγια
με των δαιμόνων το φιλί
μπήκε στο σπίτι κουκουβάγια
μπήκε κοράκι στην αυλή.
Κι όλα τ‘ αγρίμια στο λαγκάδι
πήραν το δρόμο για τον Άδη.
Θα ξανασπείρει καλοκαίρια
στην άγρια παγωνιά του νου
αυτός που κάρφωσε τ’ αστέρια
στην άγια σκέπη τ’ ουρανού.
Κι εγώ κι εσύ κι εμείς κι οι άλλοι
θα γεννηθούμε τότε πάλι.
Μεγάλη Παρασκευή
Βαριά τα βήματά μου σέρνω
στο φως της μέρας το θαμπό
κρίνα της άνοιξης σου φέρνω
και στο σταυρό σου τ’ ακουμπώ
φίλε δακρυοπότιστε
των πρωτίστων πρώτιστε.
των πρωτίστων πρώτιστε.
Άρρωστος κύλησε ο αιώνας
κι ο ήλιος βγαίνει μισερός
σαν το φτερό της χελιδόνας
που το σακάτεψε ο καιρός
φίλε τρισμακάριστε
των αρίστων άριστε.
των αρίστων άριστε.
Σήμερα ο Άδης ηνεώχθη
γεφύρι εγίνη ο Γολγοθάς
και στου θανάτου εσύ την όχθη
άφατο δρόμο ακολουθάς
έγγιστε κι ανέγγιστε
των μεγίστων μέγιστε.
των μεγίστων μέγιστε.
Μέγα Σάββατον
Όλα στερέψαν σιγά σιγά.
Τα περιστέρια πετούν αργά
σε λίμνες άνυδρες βάλτους υγρούς
σε διψασμένους κήπους κι αγρούς.
Πίσω απ’ τους λόφους τους χαμηλούς
με τους προφήτες και τους τρελούς
στέκουν παράμερα τρία παιδιά
σα γλαροπούλια στην αμμουδιά.
Μες στων καιρών την ανημποριά
διώξε το γρέγο και το βοριά
και ξαναγύρισε ήλιε στη γη
με του θριάμβου σου την κραυγή.
Νίκου Γκάτσου, "Μέρες Επιταφίου"