- Καλά που υπάρχουν ακόμα Έλληνες και ρίχνουν κανένα ψιλό, μου λέει.
- Οι ξένοι τίποτα;
- Τίποτα σου λέω, τίποτα, θέλουν φωτογραφία στο τσάμπα.
- Πόσο καιρό στην Ερμού;
- Ένα χρόνο περίπου;
- Τι όμορφη λατέρνα! Του πατέρα;
- Του παππού του πεθερού μου. Να φανταστείς την είχε σπίτι δεν την έβγαζε στο δρόμο, αλλά εγώ λόγο ανεργίας…
- Αυτή η ανεργία η ριμάδα…
- Ταξίδευα. Ηλεκτρολόγος του εμπορικού ναυτικού ήμουνα. Μετά μπήκα στα συνεργεία στο Πέραμα στη ναυτιλοεπισκευαστική ζώνη αλλά… τίποτα, δεν υπήρχε φράγκο.
- Και εδώ; Βγαίνει κάτι;
- Τι να βγάλεις εδώ μωρέ, όλη μέρα για ψιλοπράγματα, το πολύ ένα 20ευρω. Αλλά από το να κάθομαι σπίτι όλη μέρα, προτιμώ εδώ. Γιατί όταν κάθεσαι μέσα τα σκέφτεσαι όλα και τρελαίνετε το μυαλό, ξέρεις.
- Ξέρω…. Πως μεταφέρεις εδώ τη λατέρνα;
- Δεν το πάω σπίτι, είναι ένα πάρκινγκ εδώ από πίσω και την τσουλάω μέχρι εκεί.
- Και οι ξένοι, πως βλέπουν τη λατέρνα οι ξένοι;
- Με τα λεφτά έχουνε τσακωθεί αυτοί. Τη λέξη φιλότιμο δεν τη ξέρουν. Να πριν έρθεις εσύ ήταν ένα ξανθός, Γερμανός μπορεί να ήταν και μου έριξε ένα μονόλεπτο και είχε και την απαίτηση να του χαμογελάσω για να βγάλει φωτογραφία. Πήρα το μονόλεπτο και το λέω: «πάρτο γαμώ την πατρίδα σου και άντε πούστη από ΄δω…». Προτιμώ να μου πει κάποιος δεν έχω και ας βγάλει μια φωτογραφία δεν χάλασε ο κόσμος αλλά μην μου πετάς ένα μονόλεπτο, τι με πέρασες;
- Είναι και αυτή η αξιοπρέπεια...
- Όπως το είπες. Ότι δίνουν οι Έλληνες, μόνο από αυτούς περιμένω.
- Σαν μήνυμα ακούγετε αυτό «Οι Έλληνες για τους Έλληνες».
- Ακριβώς αυτό που λες.
- Ποιο κοριτσάκι είναι στη φωτογραφία;
- Ποιος ξέρει. Το μόνο που ξέρω είναι ότι η φωτογραφία είναι ζωγραφιστή, της εποχής εκείνης, τίποτε άλλο.
- Μην σας καθυστερώ.
- Πλάκα μου κάνεις, από τι να με καθυστερείς; (Γελάει)
Σωστά. Δίκιο είχε. Από τι να καθυστερήσουμε; Έχουμε ήδη καθυστερήσει από τη ζωή, από τη χαρά, από την αισιοδοξία, από την ελπίδα, από τα όνειρα. Ας μην καθυστερήσουμε άλλο όμως, δεν προλαβαίνουμε…
Σας βγάζω το καπέλο αγαπητέ μου…