Διασχίζοντας το φανάρι μέσα στο τσούρμο που κατευθυνόταν προς τις αποβάθρες, άρχισα να σκέφτομαι τη θάλασσα για να νιώσω καλύτερα, ευτυχώς που εκείνη την ημέρα είχε ήλιο. Πολλοί από εμάς, αν και σε αναμμένα κάρβουνα, έχουμε αρχίσει να σκεφτόμαστε ήλιο, θάλασσα, καλοκαίρι... μήπως και με αυτό τον τρόπο δροσίσουμε, κάπως, την μισο- καμένη γούνα μας.
Όταν το μετρό σταμάτησε μπροστά μου, συνειδητοποίησα πως είναι το μόνο που κινείται ελεύθερα τελικά σ 'αυτή τη πόλη. Η πόρτα άνοιξε και ο αγώνας για μια θέση - όχι ακόμα στον ήλιο - είχε αρχίσει, ενώ οι περισσότεροι άτυχοι ακούμπησαν τη πλάτη όπου βρήκαν.
Είναι αρκετά νωρίς το πρωί κι όμως, όλοι έμοιαζαν κατάκοποι λες και τη προηγούμενη νύχτα δεν είχε κοιμηθεί κανείς - άθελά μου άρχισα να τους παρατηρώ, πράγμα που δεν μου αρέσει καθόλου, θα έλεγα.
Οι κάπως ηλικιωμένοι ήταν θλιμμένοι. Σε κάποιων άλλων το βλέμμα έβλεπες τη παλιά και όμορφη Αθήνα του τότε, ενώ κάποιοι αλλοδαποί κοίταζαν φοβισμένα τον κόσμο, μήπως και δουν κανένα μαύρο μπλουζάκι και πιαστούν στη φάκα σαν τα ποντίκια - ίσως.
Το βαγόνι μύριζε κατάθλιψη, ήθελα να βγω τρέχοντας από εκεί μέσα, αλλά που να πάω; «Ένας από όλους αυτούς είμαι και εγώ» σκέφτηκα και δεν έκανα ρούπι από την θέση μου.
Ο διπλανός μου κρατούσε μια εφημερίδα και κουνούσε το κεφάλι «Που μας καταντήσανε», έλεγε και ξαναέλεγε. Η απέναντι κυρία μουρμούρισε «έχουμε να δούμε πολλά ακόμα».
Κάποιοι καλοντυμένοι, ακόμα υπάλληλοι, δεν άλλαξαν στιγμή του βλέμμα τους, ακόμα και όταν μπήκε ο ζητιάνος που ήταν πράγματι καλοντυμένο παρέμειναν παγωμένοι. Στο βλέμμα κάποιων νεαρών, λίγο πιο ανέμελων, η ανασφάλεια λαμποκοπούσε...
Ξαφνικά ακούστηκαν παιδικές φωνές. Προσπάθησα να δω ανάμεσα στα σώματα των μεγάλων, ήταν μια ομάδα από παιδιά δημοτικού «σίγουρα επίσκεψη σε μουσείο ή σε κάποια παράσταση πρωινή τα πήγαιναν», είπα μέσα μου. Κι όμως είχαν καταφέρει να αλλάξουν στο λεπτό, το βαρύ κλίμα στο βαγόνι.
Ήταν ώρα να κατέβω. Φτάνοντας στο τζάμι της πόρτας – που πάντα παίζει ρόλο καθρέφτη – σκέφτηκα: πώς να δείχνει άραγε και το δικό μου πρόσωπο στα μάτια των άλλων; Ευτυχώς δε πρόλαβα να δω. Η συρόμενη πόρτα άνοιξε και κάποιοι βιαστικοί πίσω μου με έσπρωξαν απότομα μπροστά.
Είχα φτάσει στο Σύνταγμα βγήκα στο φώς και κοίταξα τη Βουλή «...και έζησαν αυτοί καλά και εμείς χειρότερα....», σκέφτηκα και προχώρησα με την πλάτη γυρισμένη.